Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Τα μάτια του γέροντος έκαμαν γυαλιά να κυττάζουν το πέλαγος· νύκτας δε κατά σειράν πολλάκις εξημέρωνεν επί του εξώστου νήστις, άγρυπνος, αναμένων. Προς παν λευκόν ιστίον εξαιφνιάζετο, ως κοιμώμενος λαγωός, και προς πάσαν λέμβον, παραπλέουσαν υπό τον εξώστην, απέστελλε την ερώτησιν άνωθεν, παρακλητικώς: — Μην είδατε της σκούναις μου;
Ο Βινίκιος δεν ήθελε να επιστρέψη εις την κατοικίαν του. Εκάθισεν επί τινος λίθου αναμένων την επιστολήν. Ο ήλιος είχεν ήδη ανέλθη πολύ υψηλά εις τον ουρανόν και η Αγορά επληρούτο κόσμου από του Αργεντινού Λόφου. Θόρυβος ηγέρθη αιφνηδίως πλησίον του μέρους, εις ο είχε καθήσει ο Τριβούνος.
Κ' ενθυμείτο τώρα ο Μιστόκλης εκείνο το τερπνόν πανόραμα όπερ από της κορυφής εκαμάρωνε κάθε πρωίαν, αναμένων εις τας επάλξεις του βράχου, να ίδη αν έρχωνται προσκυνηταί να κρούση τον κώδωνα. Ηπλούτο γύρω-γύρω η πόλις λευκή, κατάλευκος, με τους ναούς της και τα παλάτια της, με τας πλατείας της και τα καθαρά τετράγωνα των νέων συνοικισμών.
— Εσύ μονάχα, κυρ Στρατή, ξεύρεις να γιορτάζης τα Χριστούγεννα. Του είπεν ο φούρναρης. Και ο κυρ Στρατής εκαμάρωνεν, ως γαμβρός, έχων δίπλα την ωραίαν νύμφην. Μετά τούτο επανήλθεν εις τον οίκον του· και ψήσας τα τρυφερά εντόσθια του ζώου, εκουτσόπινεν, αναμένων την εσπέραν. Παν ό,τι άλλο εχρειάζετο, είχε προμηθευθή εν αφθονία.
— Χριστός βοσκρές! ανεκραύγασε τότε ο Καπετάνιος εν εκστάσει· και ανάψας την λαμπάδα του έβλεπεν ως εν προσευχή προς τους μαύρους επάνω θόλους. — Χριστός βοσκρές! Επανέλαβε και ο κυρ-Μιχάλης· και ήναψε και αυτός την λαμπάδα του, ευλαβής προσήλυτος του Καπετάνιου, αναμένων πιστώς μίαν τοιαύτην νύκτα την αφύπνισιν του Αγίου Βασιλέως.
Διά τούτο όταν προχθές, αναμένων τον τροχιόδρομον διά να κατέλθω εις Φάληρον, τον είδα προ της Ακαδημίας, αναμένοντα επίσης, η χαρά μου δεν υπήρξε μικρά. Ο κ. Σβούρος είνε αθηναϊκός τύπος εις ολίγους γνωστός, εις ον, όσον εις ουδένα εφαρμόζεται το λεγόμενον «οία η μορφή τοιάδε και η ψυχή». Ανάποδη η μορφή του, ανάποδη και η διάνοιά του.
— Δεν το θυμάσαι; με το κρασί. . . μα δεν φταίω εγώ. . . οι άλλοι. . . . . . Η φωνή του ήτο τραχεία και υποτρέμουσα. Ενώ ωμίλει παρετήρει συγχρόνως εις τους οφθαλμούς του συντρόφου του, αναμένων να ίδη δι αυτών την τύχην, η οποία τον επερίμενεν. — Α! της ξυλιές! είπεν ο Μάρτης αδιαφόρως· μπα, δεν βαριέσαι· είχατε δίκηο· σας έπια το κρασί. . . — Ας το 'πιες· εμέ δεν μ' έμελε. . . . οι άλλοι. . .
Ο Καπετάνιος από το ένα μέρος πολιός, ξηρός, οστεώδης, με φαγωμένον τον ήμισυν μύστακα από τριχοφάγον, είποτε ονειρευόμενος πολέμους και μάχας, και αναμένων πάντοτε γενικήν των λαών σύρραξιν.
Είπεν η Αρφανούλα προς τον αδελφόν της. — Λες να γλύτωσεν η Βουλή, από τον φοβερόν αυτόν καταποντισμόν; είπεν ο Σπύρος, αναμένων πάντοτε εκλογάς. — Εθεμέλιωσεν ο γέρως, Σπύρο μου, εθεμέλιωσε. Δεν πέφτει, έλεγεν ο Μπάρμπα-Σταυρής, εκεί παρών, μόνον κύτταξε να πιάσης την τσάπα του γέρω Λαχανά. Αυτό που σου λέγω! — Και τι να σκαλίσω; Τα χαλίκια που μου χάρισεν ο ποταμός; — Αυτό που σου λέγω!
Καμμιά φορά μάλιστα δεν επρομηθεύετο κρέας, αναμένων τον κολλήγαν του. — Δεν μπορεί, έλεγε, θ' άκαμε καμμιά ζημιά αυταίς ταις ημέραις. Δεν μπορεί! Αλλά και ο πονηρός ποιμήν, ο Κομποδήμος, είχε σπουδάσει καλά τον κολλήγαν του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν