United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !
Υγρασία παγερά κατέβαινεν από τους βρεγμένους τοίχους των υψηλών οικιών, ενώ άλλη παγερωτέρα ανέβαινεν από του μουσκευμένου εδάφους της στενοχωρημένης αυτής μεγάλης οδού. Η Αρφανούλα, κάμψασα την αριστεράν γωνίαν του ναού, άμα αξελθούσα επροχώρησε προς τας κοσμουμένας τραπέζας των παιγνιοπωλών και προσεγγίσασα μετά θάρρους προς μίαν αυτών είπε: — Καλημέρα Σπύρο!
Ημπορούν να μεταπείσουν και αυτόν τον Μπάρμπα-Σταυρή να μεταβάλη γνώμην περί αυτών, όχι την γυναικείαν της Αρφανούλας διάνοιαν, η οποία επείθετο αμέσως ως το μικρόν παιδίον. — Μη βλέπης, έλεγε κλαίων σχεδόν ο Σπύρος, μη ακούης, Αρφανούλα μου, με κυνηγά η ατυχία. Ξέρω εγώ την δουλειά μου. Ας μη άνοιγε το διπλανό καφενείο, και θ' άβλεπες σήμερα τον Σπύρο.
— Πάρ'τα ωρέ, — του φώναξαν οι άλλοι, — αφού σου τα δίνει ο άνθρωπος. Τα πήρε τότε εκείνος και τα έβαλε στη σακκούλα, κι' αφού την έβαλε στον κόρφο του, ξαναγκαλιάστηκε και ξαναφιλήθηκε με τον αντίθετό του. — Εύγε! εύγε Σπύρο — φώναξαν οι άλλοι — είσαι αληθινό παιδί του κυρ-Χρήστου! και πήγαν όλοι και το φίλησαν το παιδί, και το ευχήθηκαν να προκόψη.
— Έβλεπα στον ύπνο μου, ότι είμουν στο σπίτι μου με τον πατέρα μου και με ταδέρφια μου... Μάννα δεν είχα. Και λέγοντας αυτά άρχισε να κλαίη. — Μπρε κριτή που σου τον διάλεξαν! Είπε μόνος του ο καρβανάρης. — Ξέρ'ς γιατί σε ξυπνήσαμε, Σπύρο; του είπε ένας από εκείνους που τον ξύπνησαν. — Πού να το ξέρω, — είπε ο Σπύρος, τρίβοντας τα μάτια του.
Μήπως τον αρραβώνιασες τον Σπύρο, κρυφά από τον Μπάρμπα-Σταυρήν; Να σου πω, δεν θα ήταν άσχημα. Ο γάμος είνε σαν το τυπογραφικό πιεστήριον και μπορεί να στρώση και ο Σπύρος. Η Αρφανούλα εγέλασε. Και διηγήθη είτα εις τον θείον της τα συμβαίνοντα. — Τι να σου πω, Μπάρμπα-Σταυρή. Τον λυπήθηκα. Δεν βαστά η ψυχή μου. Δεν έχει παντελόνι να φορέση.
Θάκανα και το τάμμα που έχω 'ς τη Βαγγελίστρα για το Σπύρο μου, όταν έβγαλε τη βλογιά, . . . και δεν μπόρεσα ακόμη να το στείλω . . . — με τι να το στείλω; . . . Αν περίσσευε τίποτα, αι! θάκανα κ' εγώ, να σου πω, ένα ρούχο να βάλω επάνω μου, που περπατώ τώρα δυο χρόνια με μπαλώματα . . .
Ας έπεφτε ο γέρως, να διαλυθή η βουλή, και θάβλεπες τον Σπύρο 'ς την Πάτρα, 'ς την σταφίδα να γυρίση πίσω με χρυσά ωρολόγια. Γυνή ήτο, αδελφή του ήτο, ευσπλαγχνική φύσις ήτο. Η Αρφανούλα εκάμφθη.
— Τι; τον ρώτησε τέταρτος. — Τι;.... Έχομε το παιδί του εδώ πέρα... — Και σαν τώχομε; — Να το βάλωμε στη θέση του πατέρα του....... κριτή. — Μπρε αλήθεια! Να το βάλωμε κριτή. Αν και μικρό ακόμα, θα ξέρη να ειπή κάτι, ως παιδί του κριτή μας. — Σπύρο — φώναξε — Σπύρο Τι γίνεται ο Σπύρος του κυρ-Χρήστου;
Είπεν η Αρφανούλα προς τον αδελφόν της. — Λες να γλύτωσεν η Βουλή, από τον φοβερόν αυτόν καταποντισμόν; είπεν ο Σπύρος, αναμένων πάντοτε εκλογάς. — Εθεμέλιωσεν ο γέρως, Σπύρο μου, εθεμέλιωσε. Δεν πέφτει, έλεγεν ο Μπάρμπα-Σταυρής, εκεί παρών, μόνον κύτταξε να πιάσης την τσάπα του γέρω Λαχανά. Αυτό που σου λέγω! — Και τι να σκαλίσω; Τα χαλίκια που μου χάρισεν ο ποταμός; — Αυτό που σου λέγω!
Την ώρα, που ο Σπύρος δρασκελούσε τη θύρα του χανιού, του φώναξε ο πατέρας του, με παραπονετική φωνή: — Σπύρο μου, στάσου, να σου ειπώ δυο λόγια ακόμα... Ο Σπύρος σταμάτησε το μουλάρι, κι' ο κυρ Χρήστος, μαραμένος από τον πόνο του ξεχωρισμού του πρώτου παιδιού του, και του πλειο αγαπημένου απ' όλα, του λέγει: — Παιδί μου1 Άμα σκαπετήσης το Μέτσοβο είσαι ή δεν είσαι παιδί μου είναι το ίδιο.
Λέξη Της Ημέρας