United States or Honduras ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχον διδαχθή μαζί με την πολεμικήν τέχνην και την πειθαρχίαν εις τους ταϊφάδες, τας μόνας τότε στρατιωτικάς σχολάς, του γέρω Δίπλα, του Μπουκουβάλα, του Ζίδρου, του Μιλιόνη, των εν αγνοία τούτων εκτελεστών της Παραδρομής του Φωκά και αξίων διαδόχων του Διγενή Ακρίτα.

«Να ζήσ' η νύφη κι' ο γαμπρός και να καλογεράση. Ο Στέφανος, μεθυσμένος, ξαπλώθηκε κατά γης και απολάμβανε. Άξαφνα ο γέρω Μαρούπας ανησύχυσε· του εφάνηκε ν' άκουσε κάτι σαν πάτημα· έτρεξε στην άκρη του χωραφιού. Έστησε τ' αυτί του κ' εδιάκρινε τώρα ποδοβολητά να πλησιάζανε ολοένα· και σαν να ήταν κάμποσα.

Μόνος, κατάμονος εντός του σπηλαίου ο γέρω Μαρ της εξηκολούθει ακόμη να κλαίη και θωπεύων διά της χειρός τας πληγάς του, να παρατηρή μετά βαθείας θλίψεως το βαρέλι, το μόνον αίτιον των παθημάτων του.

Ρε, Νάσο· για κάμε 'σα κά' τορό-τορό να ιδής τι γένεται· είπεν εις τον νεαρόν βλάχον ο γέρω Αλέξης, ο γεροντότερος όλων και αρχηγός της οικογενείας, όστις δεν ήμελγεν αλλά στηριζόμενος όρθιος επί της αγκλίτσας του επέβλεπε τας εργασίας. Ο Νάσος υπήκουσεν ευθύς και λαβών την αγκλίτσαν του διηυθύνθη προς τον Δημήτρην. — Ούρντε, να! ούρντε!. . . εφώναξε προς τους σκύλους πλησιάζων.

Τοιούτου πατρός τον υιόν ηθέλησε να μυήση εις τα μυστήρια της ρωμουνικής προπαγάνδας ο εξ Αβδέλας επικατάρατος Μαργαρίτης. Δος μου, είπεν εις τον γέρω Κρυστάλλην, το παιδί σου τον Κώστα να τον στείλωτο Βουκουρέστι να γείνη μεγάλος άνθρωπος. — Ούτε το σκυλλί μου δεν σου δίνω, του απήντησεν ο Κρουστάλλης,

Δημήτρη! ε, Δημήτρη! τον εκάλεσεν αίφνης φωνή από του αντικρυνού πεζοδρομίου. Ο εργάτης έστρεψε και είδε προ της θύρας υψηλόν βλαχοποιμένα στηριζόμενον επί της μακράς αγκλίτσας του να τον καλή εκεί. — Καλώς το γέρω Βαγγέλη· είπε πλησιάσας και σφίγγων την χείρα του· πώς εδώ τέτοια ώρα;

Καθ' όλην δε την ημέραν εκάθηντο μαζί και οι τέσσαρες, ως μία αγαπημένη οικογένεια· ο γέρω Βαγγέλης έσφαζε τον αμνόν, ο Νάσος τον απέδερε και τον επεριποιείτο, η Μπήλιω τον έβαινεν εις την γάστρα, και ο Δημήτρης έστρωνε την τάβλαν. Όλοι ελάμβανον μέρος εις την προετοιμασίαν, διά να μη φαίνεται ότι υπήρχε καμμία εξαίρεσις του οικοκύρη από του ξένου του.

Να το γκρεμίση από τα θεμέλια του το χαμηλόσπιτο που εγεννήθηκε και που τ' άφηκε μαζί με την τέχνη και με τ' αργαστήρι ο σχωρεμένος ο πατέρας του ο γέρω Αζώηρος, και να χτίση απανουθιό του μεγάλο κι αρχοντικό σπίτι, σεράι ολάκερο με τρία και με τέσσερα πατώματα.

Μια στιγμή εστάθηκε ο γέρω Μήτρος ν' ανασάνη, όπου βλέπει κάποιον να έρχεται. Ήταν ο Κεριάκος ο αραβωνιαστικός της κόρης του Κοντοπάνη και μικρανεψιός του γέρου Μήτρου. — Ώρα καλή, μπάρμπα, είπεν ο Κεριάκος, σαν ήρθε κοντά στο γέρο. — Καλό στον Κεριάκο! — Καλώς τα κάνετε! — Νάσαι καλά! — Δεν είνε πρώιμα για ζευγάρι, μπάρμπα;

Το αληθινό αυτό της κοιλιάς πανηγύρι, το θρίαμβο αυτό των θεοκοίληδων το έχουνε οι χωριανοί όλο το φθινόπωρο, πότε στο ένα σπίτι, πότε στο άλλο έως το τέλος. Κακοστομαχιά δε ξέρουν τι θα πη οι σιδερένοι άνθρωποι αυτοί και στο τέλος του γλεντιού, σαν να είνε στην αρχή του. Ο γέρω Μαρούπας εφρόντισε· να γλεντίσουν καλά οι φίλοι του.