Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Πώς ποταμός βουνόπεφτος γιομάτος το χειμώνα ορμάει στον κάμπο, από βροχή του Δία φουσκωμένος, και πλήθος ξεροπρίναρα, και κούτσουρα 'να πλήθος, σέρνει, και πλήθος στο γιαλό θυμάρια κατεβάζει· 495 έτσι όρμαε κι' έτσι σάρωνε τον κάμπο τότε ο Αίας κι' έσφαζε αθρώπους κι' άλογα.

Μα τέλος πια σαν έφτασε στο βασιλιά ο Διομήδης, στερνόνε νέκρωσε κι' αυτόν ενώ βαριά με κόπο 495 ρούχνιζε· τι κακός σβραχνάς τού πλάκωσε στον ύπνο απ' τις ορμήνιες της θεάς τη νύχτα αφτή, ο Διομήδης. Έσφαζε ο ένας, κι' έλυνε τα ζώα τότε ο άλλος, κι' όξω απ' το πλήθος τάβγαλε, σ' ένα λουρί δεμένα, βαρώντας τα με δοξαριές· τι ξέχασε στο χέρι 500 να πάρη τ' ώριο καμοτσί απ' τ' όμορφο τ' αμάξι.

Άνοιξε ναούς, έστησε βωμούς, ξανασκάρωσε τω Δελφών το Μαντείο, και καμάρι του το είχε να κάμνη ατός του θυσίες, μάζευε δηλαδή, έκοβε κι άναβε τα ξύλα, έσφαζε το θύμα, κ' έχωνε το βασιλικό του χέρι στα σπλάχνα του ζώου να σύρη το συκώτι και ναναγνώση μελλούμενα.

Αφού τον επυροβόλησεν ο Στρατής, ετράβηξε και αυτός τον πασαλή του και ώρμησε κατ' επάνω του. Θα τον έσφαζε δε ως τράγον, αν δεν παρενέβαινεν η Πηγή, με την βοήθειαν της οποίας εύρε καιρόν ο αδελφός της να σωθή διά της φυγής. Ο Μανώλης δεν παρέλειψε ν' αναφέρη και τας υποψίας του ότι η Πηγή ήτο συνεννοημένη με τον αδελφόν της.

Καθ' όλην δε την ημέραν εκάθηντο μαζί και οι τέσσαρες, ως μία αγαπημένη οικογένεια· ο γέρω Βαγγέλης έσφαζε τον αμνόν, ο Νάσος τον απέδερε και τον επεριποιείτο, η Μπήλιω τον έβαινεν εις την γάστρα, και ο Δημήτρης έστρωνε την τάβλαν. Όλοι ελάμβανον μέρος εις την προετοιμασίαν, διά να μη φαίνεται ότι υπήρχε καμμία εξαίρεσις του οικοκύρη από του ξένου του.

Η αγρυπνιά, η χολόσκαση που δεν πέρασε ακόμα το θέλημά του, παρά διάβαινε ακόμα μέσα στους δρόμους ατιμασμένος, καθώς θάρρειε, και ντροπιασμένος, όλ' αυτά σα να του μαλάκωσαν την καρδιά, ή καλλίτερα, σα να του την έλυωσαν. Όση λύσσα τον έσφαζε χτες, άλλη τόση θλίψη και ψυχοπονεσιά τονε βασάνιζε σήμερα. Δεν είταν και να πης πως δεν τον αγαπούσε τον αδερφό του.

Το είχε κομποδεμένο εκείνη την ημέρα, ότι θάρχονταν ο Γιάννης της, χωρίς άλλο, ξημερόνοντας η γιορτή του, κι' από την παραμονή, χωρίς να βγη καθόλου στ' αγνάντια, έσφαζε την παχύτερη της την κόττα, τη ζεματούσε, τη μαδούσε, και την έβανε να βράση, σκούπιζε το σπίτι καλά καλά, έστρωνε την πρόκοβα της τη νυφιάτικη στην κορφή κι' έδενε την σκύλλα στην κρικέλλα, για νάνε όλα έτοιμα το πρωί, και να μην έχη άλλη δουλειά, παρά να πάη μόνο στην εκκλησιά, κι' ούδ' άλλο, κι' ούδ' άλλο.

Σα σκύλος π' άγριου γουρουνιού ή ζαρκαδιού δαγκάνει καπούλια πίσω και μεριά, με πείσμα κυνηγώντας, και το μπερδέβει ενώ ζητάει τριγύρω να ξεφύγει· 340 έτσι ο λεβέντης Έχτορας τους κόλλησε, και πίσω έσφαζε πάντα το στερνό· κι' εκείνοι δρόμο πάντα, όπως μια μέρα γράφτηκε να φύγουν τα παιδιά τους.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν