United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τέλος πια σαν έφτασε στο βασιλιά ο Διομήδης, στερνόνε νέκρωσε κι' αυτόν ενώ βαριά με κόπο 495 ρούχνιζε· τι κακός σβραχνάς τού πλάκωσε στον ύπνο απ' τις ορμήνιες της θεάς τη νύχτα αφτή, ο Διομήδης. Έσφαζε ο ένας, κι' έλυνε τα ζώα τότε ο άλλος, κι' όξω απ' το πλήθος τάβγαλε, σ' ένα λουρί δεμένα, βαρώντας τα με δοξαριές· τι ξέχασε στο χέρι 500 να πάρη τ' ώριο καμοτσί απ' τ' όμορφο τ' αμάξι.

Αφτά σαν είπε, πρόσταξε τους παραγιούς να στήσουν λεβέτι απάνου απ' τη φωτιά μεγάλο, για να πλύνουν γλήγορα εκεί οχ το λείψανο το αίμας το πηγμένο. 345 Κι' οι νιοι λεβέτι τρίποδο παν στη φωτιά και σταίνουν, μέσα του χύνουνε νερό, καιν από κάτου σκίζες· και την κοιλιά του λεβετιού χαϊδέβοντας οι φλόγες ζέσταιναν μέσα το νερό, και πια σαν πήρε βράση πλαίνουν και τρίβουν το νεκρό με λάδι, και στο στρώμα 350 τον παν και τον σκεπάζουνε από κεφάλι ως πόδια 352 μ' ώριο σεντόνι αραχνερό κι' αφρόθωρη αντρομίδα.

Έτσι είπε η σεβαστή θεά και την πηγαίνει μέσα. Εκεί ασημόκαρφο θρονί της έδωκε να κάτσει, πλούμιο ώριο, πούχε και σκαμνί για τα ποδάρια κάτου. 390 Έπειτα πήγε κι' έκραξε τον Ήφαιστο και τούπε «Ήφαιστε, η Θέτη εδώ η θεά μάς ήρθε και σε θέλει

Κι' οι σκλάβες σαν τον έπλυναν κι' αλείψανε με λάδι, 587 τον τύλιξαν μες στο σκουτί και στ' ώριο πανωφόρι· και τότε αφτός τον σήκωσε κι' απίθωσε στο στρώμα, κι' οι παραγιοί τον έβαλαν κι' οι διο μαζί στο κάρο. 590 Τότε έσπασε στα κλάματα και του Πατρόκλου κράζει. «Μη μου χολιάσεις, Πάτροκλε, σα μάθεις μες στον Άδη πως τώρα στον πατέρα του πάει ο φονιάς σου πίσω, τι έλαβα δίκια ξαγορά.

Κι' ή θα προσπέρναε μάλιστα ή ζήτημα θε γίνει, αν δεν του φτόναε ο σκοπεφτής του Δία γιος τη νίκη π' άξαφνα τ' ώριο καμοτσί του τίναξε οχ τα χέρια. Δάκρια τού γιόμισαν θερμά τα μάτια του απ' το πείσμα, 385 π' όλο θωρούσε πιο γοργά να πιλαλούν τ' άλλα άτια, μα αβάρετα έτσι τρέχοντας καλντούσαν τα δικά του.

Θάγλεπες τότες συφορά, δουλιές που θ' απορούσες, 130 και σαν αρνιά θα κλείνουνταν οι Τρώες μες στο κάστρο, μα εφτύς τους είδε των θεών κι' αθρώπωνε ο πατέρας, κι' αστραφτομπουμπουνίζοντας τινάζει φλογισμένο αστροπελέκι κάτου, ομπρός στα ζώα του Διομήδη· κι' η φλόγα πήδησε σκιαχτή απ' το καμένο θιάφι. 135 Κάπου απ' τ' αμάξι τ' άλογα ζαρώσανε απ' το φόβο, τούπεσε κι' οχ τα δάχτυλα του γέρου τ' ώριο γκέμιτου κόπηκε η καρδιά μαθέςκαι του Διομήδη τούπε «Διομήδη, γύρνα τ' άλογα και δρόμο ξαναπίσω! μηγάρ βοήθια δε νογάς πως δε μας στέργει ο Δίας; 140 Τώρα σ' αφτόν του Κρόνου ο γιος χαρίζει κάθε δόξα σήμερα· απέ ύστερα κι' εμάς, αν θέλει, θα μας δώκει.