United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά όλα τα μάζευα τότες και τάκρυβα στην καρδιά μου, να τ' ανιστορώ και να τα νοιώθω τώρα που μήτε κείνη πηγαίνει πια στην εκκλησιά, μήτε γω έχω τη δύναμη που μαζεύει λουλούδια της νιότης για την ερημιά που τη λένε γεράματα.

Κόβει στο ρέμμα λυγαριές και πλέκει κανίστρες και κοφίνια για τον τρύγο. Κεντά αγκλίτσες για τους τσελιγκάδες, μπαστούνια για τους προεστούς, δεκανίκια για τις γριές, φλογέρες για τους πιστικούς και για τα βοσκαρούδια σουραύλια. Άμα συνάξη αρκετά, φορτώνει το γαϊδουράκι του και πηγαίνει κάτου στο χωριό να τα ξεκάμη. Έχει μια ωρισμένη θέση στο παζάρι κ' εκεί ξεφορτώνει.

Ο Μύλος έκειτο εκεί, όπου η του Βεξ λεωφόρος πηγαίνει υπό τας χιονοσκεπείς βραχώδεις κορυφάς, οι οποίαι εις την εκεί τοπικήν γλώσσαν λέγονται Ντιαμπλερέτ, όχι μακράν από ορμητικόν χείμαρρον του βουνού, ο οποίος ήτο λευκόφαιος σαν κτυπημένη σαπουνάδα.

Κανένα άλλο μνήμα δεν είναι τόσο ωραίο, τόσο περιποιημένο, τόσο πλούσια στολισμένο ίσια ίσια τώρα που ο χινοπωριάτικος άνεμος συνταράζει τα δέντρα. Γελά τότε από χαρά και ξαναμιλεί σιγά και γκαρδικά σε κάποιον, που δεν τονέ βλέπει κανείς. Έπειτα πηγαίνει στο αμάξι, που περιμένει στην πύλη του νεκροταφείου, και γυρίζει μ' αυτό στο σπίτι.

Πηγαίνει τους μενεξέδες στον τάφο του ανδρός της. Δεν τονέ ξέχασε ακόμα. Ο δεύτερος δεν εμίλησε. Έσκυψε και μύρισε βαθιά απάνω στην κουμπότρυπά του το μπουκετάκι με τους μενεξέδες, που τους είχε μοιρασθή μ' έναν πεθαμένο. Τα μάτια του λάμπανε από αγάπη κι' από ζήλεια. Το λεωφορείο τράβηξε το δρόμο του. Ήτανε μεγάλη γιορτή, μια φωτεινή απριλιάτικη μέρα.

Έφτασε να μου πει: με τα λεφτά σου, εάν έχεις, αγόρασε άλλο ένα ακορντεόν στην Γκριζέντα. Είναι κακό, Έφις, που πηγαίνω στο σπίτι εκείνης της κοπέλας; Πού αλλού να πάω; Ο θείος Πιέτρο με πηγαίνει στο καπηλειό, αλλά εμένα δεν μου αρέσει το κρασί, το ξέρεις. Πάω εκεί, στο σπίτι της κοπέλας, επειδή είναι καλή και η γριά λέει διασκεδαστικά πράγματα. Πού είναι το κακό; Πες μου, πες μου

Η Ζωή προχωρεί πιο γρήγορ' από το Ρεαλισμό, όπως ο Ρομαντισμός πηγαίνει πάντα πιο μπροστά απ' τη Ζωή. Το τρίτο δόγμα είναι ότι η Ζωή μιμείται την Τέχνη πολύ περισσότερο παρά η Τέχνη τη Ζωή.

Για να γεννηθής εσύ και να κάθεσαι μπροστά μου αυτή την ώρα, έπρεπε να τόχουνε γεμισμένο κιβούρια εκείνο το κοιμητήριο! Αν μπορούσες να μυρίσης το αίμα σου, θα σ' έπνιγε η μυρουδιά του πρι να προφτάξης να πης κανενός να το χύση. Μα η μύτη σου, να με συμπαθήσης, τόσο μακριά δεν πηγαίνει. Έτσι κ' η βρωμόμυιγα που ζη απάνω στην κοπριά, τη νοστιμεύεται αντίς να τη σιχαθή.

Ο άνθρωπος λοιπόν, οπού πηγαίνει αποχτώντας καινούργιαις ιδέαις, αναγγάζεται να εφεύρη και καινούργιαις λέξαις, και καινούργιους τρόπους για να της παραστήση. μόνε μεταχειρίζεται, μου φαίνεται, εκείναις της λέξαις κι' εκείνους τους τρόπους, οπού μπορούν να γρηκούν όλοι, αφορμής οπού ο σκοπός του είναι να τον απεικάζουν όλοι, κι όχι ν' απεικάζεται ατός του.

Και ναν το πει η γοργή Ίριδα πηγαίνει στους ανέμους, σαν άκουσε τις προσεφκές. Αφτοί μες στου Ζεφύρου 200 χαροκοπούσαν κι' έτρωγαν τότ' όλοι μαζεμένοι· κι' ίσια να! η άφταστη Ίριδα προβάλνει εφτύς τρεχάτη μπροστά στην πέτρινη μπασιά. Κι' άξαφνα σαν την είδαν, πετιούνται, όλοι όρθιοι, κι' ο καθείς την έκραζε κοντά του.