Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 10 Μαΐου 2025


Έτσι στα κοίλα πλοία ομπρός τριγύρω σου οι Αργίτες, γιε του Πηλιά, αρματώθηκαν, αχόρταγε πολέμων· και πάλε οι Τρώες αντικρύ στο καμποβούνι απάνου. Κι' ο Δίας λέει της Θέμιστας σε συντυχιά να κράξει κάθε θεό στου ορθόβραχου κορφοβουνιού την άκρη. 5 Κι' αφτή τρεχάτη από παντού προστάζει χέρι χέρι κάθε θεόνε ως στου Διός τον πύργο να κοπιάσει.

Α' ΓΥΝΗ Να και του Σμικυθίωνος η Μελιστίχη πάλι, που της αρβύλες της πλατειές τανδρός της έχει βάλη. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Θαρρώ πως είνε μόνη αυτή, που ησυχία βρήκε τη νύχτ' από τον άνδρα της, και τώσκασε και βγήκε. Β’ ΓΥΝΗ Καλέ δεν βλέπετ' από κει κι' αυτή τη Γευσιστράτη του ταβερνιάρη, που 'ρχεται μ' ένα κερί τρεχάτη;

Και τη στιγμή σα διάβαινε τη χώρα και θωρούσε το Ζερβοπόρτι, όθε είτανε όξω να βγει στον κάμπο, να τη απ' αγνάντια πρόβαλε τρεχάτη η Αντρομάχη, τ' Αητιού του λιονταρόκαρδου η μυριοπλούσια κόρη, 395 τ' Αητιού που βασιλιά άλλοτες τον είχαν οι Κιλίκοι πέρα στη Θήβα, στα ριζά της δασωμένης Πλάκος· να τίνος ρήγα ο Έχτορας την κόρη είχε γυναίκα.

Θαρρείς ότι μπορούσα σε τέτοιο χάλι φοβερό ν' αφήσω μια λεχούσα; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μπορούσες και να μου το πης, πριν πας εκεί τρεχάτη. Εδώ συμβαίνει κάτι. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα της θεές, πετάχθηκα όπως κ' αν ήμουν έξω, γιατί έπρεπε και γρήγορα, κι' όπως μπορώ, να τρέξω. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και έπειτα, για στάσου!

Αυτός κρατούσε τα πετράδια γύρω στο στρεφόμενο δίσκο κι ο αμέθυστος γινόταν το άλικο κλινάρι του Άδωνι και πάνω στον φλεβοχρωματισμένον αχάτη περνούσε τρεχάτη η Άρτεμις με τα λαγωνικά της. Σφυρηλατούσε το μάλαμα σε τριαντάφυλλα και τάσμιγε κατόπιν για να φκιάση περιδέραιο ή βραχιόλι.

Κ' οι κουρσάροι, αφού έλυσαν γλήγορα το παλαμάρι και πήρανε τα κουπιά στα χέρια, ανοίγονταν στο πέλαγος. Τότε κ' η Χλόη οδηγούσε το κοπάδι, φέρνοντας δώρο στο Δάφνη ένα καινούργιο σουραύλι. Μα όταν είδε τα γίδια τρομαγμένα κι άκουσε το Δάφνη να τήνε φωνάζει πάντα πιο δυνατά, παρατάει τα πρόβατα, πετάει το σουραύλι και φτάνει τρεχάτη στο Δόρκωνα για να τον παρακαλέση νάρθη σε βοήθεια.

Έτσι έκανε πάντα, κι' ο παπάς, που ήξερε αυτή την αδυναμία της, της έδινε αντίδωρο πρώτα απ' όλους, κι' αυτή, παίρνοντας τ' αντίδωρο, βγήκε τρεχάτη από την εκκλησιά, κρατώντας στο χέρι το αδειανό το ροΐ, και τράβησε ίσια γιό το σπιτοκάλυβό της. Και το ότι δεν είχε φέξει καλά, όταν γύριζε, κι' η συννεφιά η βαρειά, που κρέμονταν στον αιθέρα, έκαναν τον ουρανό μαύρον και φόβιον.

Στο τέλος μη μπορόντας Στα πόδια να σταθούν, Οχ τον πολύν αγώνα Καθόλου να ορθοθούν· Αποσταμένα πέφτουν 1245 Στη γη ξαπλοταριά, Κειτάμενα σαν ψόφια Δεξιά ζερβιά μεριά. Και το Λαγό στη μέση Κομμάτι τρυφερό 1250 Με θλίψι τους κυττάζουν, Και μάτι λυπηρό. Η Αλουπού σε ταύτο Περνόντας αποκεί, Καθώς τα πάντα ίδε 1255 Καλά προσεχτική, Τρεχάτη ανάμεσά τους Αδράζει το Λαγό, Και φεύγει προς το δάσος.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν