United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Σιφογιάννης πέρασε όλο ταπόγεμα σταμπέλι του· κιόλη την ώρα καταγινότανε σε διάφορες μικροδουλιές, αλλά πραγματικώς δούλευε το μυαλό του και βασανιζότανε νάβγη από το φοβερό αδιέξοδο, που τον είχε βάλει ο Μόχογλους. Και τρόπο να γλυτώση δεν εύρισκε. Μόνο μια ελπίδα είχε· ότι ο Αγάς ήτο μεθυσμένος, ότι το μεθύσι του τον έβγαλε σαυτό που τούκαμε κιότι την άλλη μέρα θα το λησμονούσε.

Τότε οι Μπακάκοι βλέποντας σε τάξι του πολέμου Ν' αραδιαστούν οι Ποντικοί, και σε ροπήν ανέμου, Το φοβερό τους στάσιμο, και την ετοιμασία, Σε απορία βρέθησαν και σε απελπισία. Πηδάν με βια από τα νερά και σ' ένα μέρος τρέχουν· 285 Και του κακού την αφορμή να ρωτηθούν προσέχουν. Και εκεί που διαλογίζουνται βαθιά συλλογισμένοι, Από μιαν άκρα ο Κήρυκας των Ποντικών εβγαίνει.

Πέτρινες στοές δίχως τέλος και δίχως ταίρι μας ισκιώνουν και μας προφυλάγουν από το φοβερό το λιοπύρι· οι πιώτεροι δρόμοι μ' επίτηδες μέρος για να περνούν τ' αμάξια και τάλογα, σύστημα ασυνήθιστο στις ελληνικές πολιτείες· αρίθμητα δημόσια χτίρια· ο λαός πάντα πανηγυρικός, πάντα περίχαρος, πάντα στο ποδάρι κι ακοίμητος.

Μαύρο δρόμο τον είπε. Μαύρα τα είπε και τα σημάδια της αγιωσύνης. Τα ράσα, τα ράσα θα με γλυτώσουνε. Μ' αυτά θα πηγαίνω να την παρακαλώ για ψυχές που θα φτερουγίζουνε στον άλλο τον κόσμο παράκαιρα. Δίχως άλλο, φοβερό κακό μας προσμένει. Το πιστεύω εγώ αυτό καθώς πιστεύω τη χάρη της. Λόγο δεν έβγαλε που δεν είχε της αλήθειας τη δύναμη.

Κ' εκατέβαινε χοντρό, βαρύ, φουσκωμένο στο νερό, στρυμένο, αλύπητο το φοβερό σκοινί, στις ξεσαρκωμένες τις πλάτες τους, στους κόμπους, στους ώμους, στα μεριά, στα κωλομέρια, στα χέρια, στα πόδια, σε ξερά και σε χλωρά. Εσηκοκυλιόνταν αφτοί, έσκουζαν, εσπάραζαν, την πέτρα ράγιζαν από τους σκληρούς τους πόνους.

Οι άντρες και με τα μάτια και με τα χέρια και με τα λόγια έδειχναν τον τρανό θαυμασμό τους για τα έργατα των παπούδων τους, και κάποτε κάποτε δε λησμονούσαν να ρίχνουν βαριά κατάρα και φοβερό ανάθεμα σ' εκείνους τους άθεους που τα χάλασαν και τα ξεχώνιασαν. Κ' έτρεχαν όλοι μαζί από πόρτα σε πόρτα κι από προμαχώνα σε προμαχώνα.

Δεν ήταν και μικρό πράγμα. Όλο το γάλα του να έστυβες, να έβγαζες όλη του την πέτσα πάλι θα εζύγιζε τις δύο οκάδες. Δεν επρόφτασεν όμως να το ξεριζώση ολόκληρο κ' εσηκώθηκεν ορθός, σαν να τον εκέντησε δράκενα. Γιατί απόμακρα είδε να έρχεται όγκος θεότρομος, μαύρος και γιαλιστερός. Το φοβερό σκυλόψαρο εμυρίστηκε το αίμα κ' ερχόταν κατ' απάνω του.

Αγκαλά νοιώθοντάς το πως είτανε για καλό, κι όχι πάλε για λόγου του, παρά να ξεγλυτώση κ' η Βασιλική του από το φοβερό το ψεγάδιασμα, κι ο αδερφός του από την κόλαση πούβραζε μέσα του, έκαμνε υπομονή και περίμενε. Προβάλλει τέλος από την Άγια Θύρα ο γέρος ο Εφημέριος με το πετραχήλι περασμένο στους ώμους του και με το Βαγγέλιο στο χέρι, και κατεβαίνει ένα σκαλοπάτι.

Όμως άδικα ξενυχτούν. Ο βράχος το βγάζει και η γη ζηλιάρα το αναρουφά ευθύς. Φοβάται νομίζεις το αχόρταγο τέρας μη το αποχτήσει ο μαύρος άνθρωπος και γλυτώσει από το φοβερό της χωνευτήρι. Και οι ξενυχτισμένοι φεύγουν κάθε χρόνο με την ίδια πίκρα στην ψυχή, χωρίς να ειδούν εικόνα της αθανασίας άλλη παρά τα κάτασπρα κόκκαλα των σκοτωμένων, που κοίτονται βωμός ακόμη στη μέση της σπηλιάς.

Οι άντρες και με τα μάτια και με τα χέρια και με τα λόγια έδειχναν τον τρανό θαυμασμό τους για τα έργατα των παπούδων τους, και κάποτε κάποτε δε λησμονούσαν να ρίχνουν βαριά κατάρα και φοβερό ανάθεμα, σ' εκείνους τους άθεους που τα χάλασαν και τα ξεχώνιασαν. Κ' έτρεχαν όλοι μαζί από πόρτα σε πόρτα κι από προμαχώνα σε προμαχώνα.