United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διάβαζα και ξαναδιάβαζα στη νιότη μου, πως τους μεγάλους σου εκείνους ηρώους, τους λαμπρούς σου τεχνίτες η δύναμη της ομορφιάς σου τους γέννησε. Τα διάβαζα, και σα Βαγγέλιο τα πίστευα. Τώρα όμως που σε διαβάζω και σένα, τέτοια θάματα δε βλέπω να φτειάνης. Αιώνες σε βυζάνει ένας Τούρκος, κι ως τόσο το αίμα του μένει το ίδιο. Η ίδια η όψη του, η πίστη, ως κ' η βλαστημιά του η ίδια.

Όσο για μένα, δεν μπορώ και να πω πως δε μ' άρεσε. Σα να τον πόνεσα, κι ας είνε και ξένος. Νά το τό δαχτυλίδι του. Της Βαβυλώνας χρυσό δαχτυλίδι! Πού να είνε ως τόσο η Βαβυλώνα! Πρέπει να είνε πολύ μακριά! Το μέτρησα το μάκρος της με τα δάκρια της μάννας μου. Μα το θέλει ο Κωσταντής, και του Κωσταντή ο λόγος είνε Βαγγέλιο. Είνε, θα πης, και το παλικάρι πονετικό.

Αγκαλά νοιώθοντάς το πως είτανε για καλό, κι όχι πάλε για λόγου του, παρά να ξεγλυτώση κ' η Βασιλική του από το φοβερό το ψεγάδιασμα, κι ο αδερφός του από την κόλαση πούβραζε μέσα του, έκαμνε υπομονή και περίμενε. Προβάλλει τέλος από την Άγια Θύρα ο γέρος ο Εφημέριος με το πετραχήλι περασμένο στους ώμους του και με το Βαγγέλιο στο χέρι, και κατεβαίνει ένα σκαλοπάτι.

— Κ' αυτός εμεγάλωσε, γίνηκε άντρας! είπε το Βαγγελιό. Εγώ φοβούμαι να τονε φιλήσω, σαν πρώτα. Αυτά τα λόγια με χαροποίησαν, αλλά μέφεραν κιάνω κάτω. Ήμουν σαστισμένος. Κεγώ φοβόμουν, όχι να ορμήσω, όπως πριν, στην αγκαλιά της, αλλά και μόνο να την πλησιάσω. Αλλ' όταν σένα λεπτό νίκησα το δισταγμό μου και το Βαγγελιό μ' αγκάλιασε και με φίλησε, μου φάνηκε ότι τώρα με φιλούσε διαφορετικά.

Κοντά στο βράχο είδε μια γυναίκα· κεπειδή δεν ήτο μεγάλη απόσταση, διάκρινε πως ήτο το Βαγγελιό. Και τόσο παράδοξο το θεώρησε, ώστε δεν πίστευε τα μάτια του. Ήτο δυνατό αυτή η τόσο άρρωστη, πούλεγαν κάθε τόσο πως πεθαίνει, να φτάση 'κεί πάνω; Κιόμως αυτή ήτο· την έβλεπε αρκετά καθαρά. Αλλά και τι ήθελε σε κείνο το μέρος;

Αλλ' αν αυτό ήτο για μένα θρίαμβος, πολύ φοβούμαι σήμερα ότι το Βαγγελιό θα αισθάνθηκε κρυφή λύπη, γιατί δε βρέθηκε κάνεις νέος να πάρη την ανθοδέσμη της, αλλά την αφήκαν σένα παιδί δέκα τεσσάρω χρονώ. Στη δεύτερη Ανάσταση ήρθ' έξω στην εκκλησία το Βαγγελιό κέκαμε το Χριστός Ανέστη με τη μητέρα και την αδερφή μου. Ήρθε και σε μένα, αλλά τα χείλη της πέρασαν από το μέτωπό μου, χωρίς να γκίξουν.

Έτσι το ταξίδι τ' Αγίου Θωμά και της Καλυβιανής κιντύνευε να ματαιωθή. Η εορτή της Παναγίας πλησίαζε και το κακόμοιρο το Βαγγελιό περίμενε να της φέρω την υγεία της. Αντί δε να της φέρω την υγεία της, έχασα και τη δική μου. Όλες οι γυναίκες, ξένες και συγγένισες, πούρχοντο να με βλέπουν, είχαν κένα τουλάχιστο γιατρικό να συστήσουν της μάνας μου.

Άλλη ιστορεί το Χριστό σε μεγαλόπρεπο θρόνο, και βλογάει κρατώντας ανοιχτό βαγγέλιο, με γράμματα μέσα «Ειρήνη υμίν, Εγώ ειμί το φως του κόσμουΖερβόδεξα αυτής της εικόνας είναι οι προτομές της Παναγιάς και του Αρχάγγελου Μιχαήλ μέσα σε δίσκους, κι αυτοκράτορας στεφανωμένος και λαμπροφορεμένος προσπέφτει στα πόδια του Ιησού.

Όση ώρα ήμουν μαζή με το Βαγγελιό, η αγάπη μου ήτο τόσο θερμή, που τη μεταβολή, που της έκαμε η αρρώστεια, δεν την έβλεπα. Άμα έμεινα μόνος, μ' έπιασε μια ψυχρή απογοήτευση. Ένιωθα ότι όσα μούτασσε η νέα μου αγάπη βρίσκαν τόσα εμπόδια, που φαίνονταν αδύνατα. Και τώρα που δεν την έβλεπα και δεν την άκουα, δυνάμωναν όσα δυσάρεστα είχ' ακούσει γιαυτήν από τη μάνα μου κιάλλους.

Έβλεπε κατόπιμέσα στο φοβερό, τον ατέλειωτον εκείνο το βραχνάέβλεπε τον Πάτερ Χαράλαμπο μόνο που δε βλογούσε την αμαρτία με το Βαγγέλιο στο χέρι, που άκουγε τις ψευτιές του Πανάγου και τις σκέπαζε με το πετραχήλι του, κ' ύστερα να τρέχη και να τις φέρνη αντίδωρο, λέει, ποιανού; — του Δημήτρη!