Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Όλα πρόβλημα και γρίφος κι' όλα λόγια 'στόν αέρα... ε! σοφοί, δεν μ' απαντάτε;., την κακή ψυχρή σας 'μέρα. Κι' όμως τόση βασιλεύει αρμονία θαυμαστή, που κι' ο δύσπιστος πιστεύει κι' ο πιστεύων δυσπιστεί. Και τείσαι, άνθρωπε μωρέ, που φλυαρείς εμπρός μου, αν με τα ζώα τα λοιπά παραβληθής του κόσμου;
Όση ώρα ήμουν μαζή με το Βαγγελιό, η αγάπη μου ήτο τόσο θερμή, που τη μεταβολή, που της έκαμε η αρρώστεια, δεν την έβλεπα. Άμα έμεινα μόνος, μ' έπιασε μια ψυχρή απογοήτευση. Ένιωθα ότι όσα μούτασσε η νέα μου αγάπη βρίσκαν τόσα εμπόδια, που φαίνονταν αδύνατα. Και τώρα που δεν την έβλεπα και δεν την άκουα, δυνάμωναν όσα δυσάρεστα είχ' ακούσει γιαυτήν από τη μάνα μου κιάλλους.
Ω 'μέρα, 'μέρα τρομερή! της συμφοράς ημέρα! Δεν εξανάγινε ποτέ ημέρα τόσον μαύρη! Ω συμφορά! 'μέρα ψυχρή! δυστυχισμένη 'μέρα! ΠΑΡΗΣ Αδικημένη, έρημη, άθλια, ‘πέθαμμένη! Αδικημένη, θάνατε, απ' το σκληρόν σου χέρι, ω θάνατε, πικρέ — πικρέ! Αγάπη μου, ζωή μου! όχι ζωή, — αγάπη μου εσύ αποθαμμένη. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Βασανισμένη, δυστυχής· καμμένη, σκοτωμένη!
Μήπως θα καταντούσα τώρα να το θεωρώ δυστύχημα πως μεγάλωνα; Από τη ψυχρή σιωπή της μάνας μου κατάλαβα πως περισσότερο κιαπό το Βαγγελιό ήτο της γνώμης ότι στην ηλικία μου δεν μου ταίριαζαν πεια φιλιά και χάδια. Σήμερο σκέπτομαι ότι το Βαγγελιό πέταξε κείνο το λόγο για να δη την εντύπωση και τη γνώμη της μητέρας μου. Αλλ' επειδή κη μητέρα μου κατάλαβε το σκοπό της σιώπησε.
Στέκει, η Αλήθια καρτεράει, στην άκρα απορριμμένη, 55 Σε καταφρόνεσι πολλή, ψυχρή και παγομένη. Διαβαίνει ημέρα ολάκαιρη, κοντεύει να νυχτόση, Και δεν ευρέθηκε άθρωπος σε ταύτη να ζυγόση.
Οι αδελφές της την βρήκαν σ’ αυτή την κατάσταση. Η ντόνα Έστερ πήρε το χαρτί, με το χέρι έξω από το σάλι∙ η ντόνα Ρουθ άναψε το λυχνάρι επειδή είχε κιόλας νυχτώσει. Κάθισαν και οι τρεις στον πάγκο και η Νοέμι, ήρεμη και ψυχρή, ξαναδιάβασε με δυνατή φωνή το χαρτί.
Εκρατιόταν όμως από φόβο μήπως ειπή και άλλη πρόστυχη λέξη. — Οι ξένοι σού δίνουν την απάντηση· του είπε μόνον με ψυχρή σοβαρότητα. Ο Δημητράκης στεκότανε ορθός κοντά στο τραπέζι, αδιάφορος και στις ματιές του αδερφού του και στα λόγια των σοφών.
Τα νιάτα ογλήγορα απερνάν τα γηρατιά πλακόνουν, Και τούτο μόν εφάνηκαν η χάρες τελειόνουν. Καλοί, αχαμνοί, που διάβαιναν, οχ το λαό κοντά της, Μηδέ επεριεργάζονταν καθόλου τη θωριά της· Κανείς δεν καταδέχονταν μηδέ να τη ρωτήση, Μόν βιαστικά το δρόμο του τηρούσε ν' ακλουθήση. Στέκει, η Αλήθεια καρτεράει, στην άκρα απορριμμένη, Σε καταφρόνεσι πολλή, ψυχρή και παγομένη.
Είταν η βιομηχανία της χώρας, αυτή. Κακή ψυχρή όμως, την υποστήριζαν ακόμα όσοι δεν είχανε χαμένη την αγάπη της αρχαίας θρησκείας, κι αυτό δίχως άλλο έκαμε τον Ιουλιανό και καταχάρηκε σαν έμαθε πως για κει τον τοίμαζε ο Κωστάντιος. Ο Ιουλιανός, καθώς είπαμε, δεν είταν άνθρωπος δίχως αξία. Το χαρακτήρα του όμως τον έπλασαν αλλόκοτο τρία σπουδαία περιστατικά της νεανικής του ζωής.
Ο Τζατσίντο έτρωγε καθισμένος στο χτιστό πάγκο που είχε διάφορες χρήσεις: τραπεζιού και κρεβατιού. Και εκείνος επίσης πίστευε πως ονειρευόταν. Μετά την ψυχρή υποδοχή που του έκανε η Νοέμι ένοιωσε εκείνο που πραγματικά ήταν, ξένος ανάμεσα σε κόσμο διαφορετικό από εκείνον.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν