United States or Sierra Leone ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λες και είπε του αγίου να της πάρη και το μονάκριβό της και να την αφήση έρημη και σκοτεινή στον κόσμο. Μέσα στο χρόνο αρρώστησε ο μοναχογυιός της και μέσα στο χρόνο την άφηκε και πέταξε απ' την αγκαλιά της. «Δόξα σοι ο Θεός!», ξαναείπε πάλι η Δροσούλα, τρελλή απ τον καϋμό της και τα μάτια της τρέχανε σα βρύσες. Δεν είπε πια: «Μη χειρότερα!». Γιατί χειρότερη συφορά δεν ήτανε άλλη στον κόσμο.

Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Κι όμως έχει πεθάνει. Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Κανείς δεν είδε τον νεκρό να βγάζουν.... Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Πώς το ξέρεις; εγώ δεν έχω όπως συ καμμιά εμπιστοσύνη. Εσύ τι τάχα σκέπτεσαι και έχεις τόσο θάρρος; Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Μπορεί ποτέ ο Άδμητος να θάψη μια γυναίκατέτοια γυναίκα! έρημη, χωρίς να μας καλέση; Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Ίσως δεν έχεις άδικον.

Του απάντησε ο χοιροβοσκός ο άρχος των ανθρώπων• «Και με πολλήν υπομονήτα μέγαρά σου ακόμη εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία, τα ημερονύκτια δαπανάτα κλάυματα η θλιμμένη».

Ανοίξατε την πορτίτσα σας εις την φτωχήν, την άμοιρην, την έρημην γρήτσα. Θα σας δώσω την ευχούλα μου, να τα χιλιάνετε, να τα μυριάνετε, να πάρετε τα χρονάκια μου, όχι τα βάσανά μου. Πάντα μοναχή, έρημη και σκοτεινή ζω εις αυτόν τον κοσμάκη. Δεν έχω ψωμάκι, δεν έχω λαδάκι, δεν έχω φαγάκι. Ανοίξατε την πορτούλα σας χριστιαναίς.

Ο γρύλλος ως τόσο, τρυπωμένος εκεί κοντά στο παράθυρο, έχυνε μέσα στην έρημη νύχτα ακόμα το ίδιο ακούραστο και μονότονο τραγούδι του. Τ' ΑΓΟΡΙ Στον Νίκο Λάσκαρη Από τ' ανοιχτό παράθυρο του σπιτιού, που με φιλοξενούσε, απλόνουνταν στα μάτια μου όλος ο κάμπος, που τον διάβηκα την ημέρα, ομορφότερος και μεθυστικώτερος στο ηλιοβασίλεμμα της χινοπωριάτικης βραδιάς.

Η πλατεία της εκκλησίας ήτον έρημη και το Βαγγελιό στάθηκε και μούπε: — Έλα την τρίτη ταπομεσήμερα στου Ντερβίση τα Χαράκια και βάστα και τα γράμματα. Στην κερατιά να μ' ανημένης. Κευθύς έφυγε κιαπόγυρε στη γωνιά της εκκλησίας. Την τρίτη τ' απόγεμα ήμουν στου Ντερβίση τα Χαράκια, ένα βράχο μεγάλο, σαρκετή απόσταση από το χωριό.

ΣΕΒΑΣΤ. Θα μιλή. ΑΝΤΩΝ. Ένα νόστιμο στοίχημα· ποιός από τους δύο θα πρωτολαλήση, αυτός ή ο Αδριανός; ΣΕΒΑΣΤ. Ο παληοπέτεινας. ΑΝΤΩΝ. Το πετεινάρι. ΣΕΒΑΣΤ. Ας είναι· τι στοιχηματίζουμε; ΑΝΤΩΝ. Ένα γέλιο. ΣΕΒΑΣΤ. Σύμφωνοι. ΑΔΡΙΑΝ. Μ' όλον ότι τούτη η νήσος φαίνεται έρημη. ΣΕΒΑΣΤ. Χα! χα! χα! ΑΝΤΩΝ. Κ' έτσι επλέρωσες το στοίχημα. ΑΔΡΙΑΝ. Ακατοίκητη και σχεδόν απλησίαστη. ΣΕΒΑΣΤ. Όμως. ΑΔΡΙΑΝ. Όμως.

Πάνω στο μπαλκόνι οι ιερείς γελούσαν και ο δίσκος της Νατόλια πηγαινοερχόταν λάμποντας ανάμεσα στο γαλάζιο και το μαύρο. Ο Έφις βρήκε έρημη την καλύβα.

Τώρα πήγαιναν μερικές γυναίκες και την έβλεπαν· μα κι αυτές σα μάθαιναν τείπε ο γιατρός, θάπαυαν και θάμενε ναποθάνη έρημη, σαν πανουκλιασμένη. — Θ' αποθάνη; μουρμούρισα πάλιν συλλογισμένος. — Είντα 'πες; ρώτησε η μάνα μου. — Πράμμα. Τη νύχτα κείνη είδα στόνειρό μου το Βαγγελιό.

Κοίταξε μάτια γλυκά και δακριοβρεμένα, κοίταξε φρύδια πλατιά και κατάμαυρα, χείλη νόστιμα και ψιλά. Απ' όλο το πρόσωπό της στάζει η γλύκα της ομορφιάς, κ' η πίκρα του πόνου, της φτώχειας, της άδικης όμως φτώχειας, της φτώχειας που παίρνει το θύμα της από το μιντέρι και το τινάζει στην έρημη τη ψάθα. Και καθώς ξεκινάει, απλώνει το χέρι της η αρχόντισσα και της βάζει κάτι στο χέρι.