United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μ' έχει σηκώση εις τους ώμους του αμέτρηταις φοραίς, και τώρα εκείνο, ω! πόσο το αποστρέφεται το πνεύμα μου! μου βάζει το στομάχι άνω κάτω. Εδώ εκρεμιώνταν εκείνα τα χείλη, οπού δεν ηξεύρω πόσαις φοραίς τα έχω φιλήση.

Όλο το βιος όσό 'φερε μες στα γοργά καράβια στην Τροίαπου έτσι η θάλασσα να θε τον πνίξει πρώτα! — 390 το δίνει, κι' απ' το πλούτος του σας βάζει κι' άλλο ακόμα· το τέρι όμως τ' απάρθενο του ξακουστού Μενέλα λέει δεν το δίνει . . . ωστόσο εμείς τον βιάζουμε, δε φταίμε.

ΒΑΤΤΟΣ Μήπως κρυφά και κλέφτικα το βράδυ τις αρμέγεις; ΚΟΡΥΔΩΝ Τι λες! ο γέρος έρχεται και βάζει τα μοσχάρια στη μάννα να βυζάξουνε και με προσέχει εμένα. ΒΑΤΤΟΣ Και σε ποια χώραν άφαντος επήγεν ο βουκόλος; ΚΟΡΥΔΩΝ Δεν τάμαθες; στον Αλφειό μαζί του τον επήρε ο Μίλων. ΒΑΤΤΟΣ Μπα; και πότε αυτός στα μάτια του είδε λάδι; ΚΟΡΥΔΩΝ Μα λένε πως στη δύναμι τον Ηρακλή περνάει.

Σωτηριάδης μας ονομάζει εμάς με τόνομά μας, και σωπαίνει για τον τρίτο; Το συλλογίστηκε; Δεν τόλμησε να τον πειράξη; Έχει μαζί του λιγώτερα προσωπικά; Δεν είναι τόσο στενός του φίλος; Πού να ξέρω; Πώς δε βάζει όμως τόνομά του, αφού μάλιστα λέει πως το «μαρτύριον» θαπομείνη αιώνιο , πράμα που πάντα είναι πολύ κολακεφτικό για κείνονε που το είπες; Εγώ φοβούμαι μήπως τάρθρο του κ Σωτηριάδη απομείνη για μας μαρτύριο , δηλαδή βάσανο, γιατί έτσι ξέρω τη λέξη.

Φοβούμαι μήπως κι ο φίλος μας ο Καρκαβίτσας πολύ πολύ δεν προσέχει. Κάποτε βάζει το ένα, κάποτε τάλλο, και να τονέ ρωτήξης, ο ίδιος, υποθέτω, δε θα ξέρη να σου πη.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλέ δεν μου λέγεις τι πράγμα είναι αυτός ο γλωσ- σάς, οπού μου έκοψε τόσαις αυθάδειαις: ΡΩΜΑΙΟΣ Είναι ένα αρχοντόπουλον, οπού του αρέσει ν' ακούη την φωνήν του, και ημπορεί να ειπή εις ένα λεπτόν όσα δεν έχει την υπομονήν ν' ακούση εις ένα μήνα. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Αν έχη την όρεξιν να φλυαρή δι’ εμένα, του δείχνω εγώ πόσα απίδια βάζει ο σάκκος!

Η ντόνα Έστερ, με λυμένο το σάλι ν’ ανεμίζει λίγο επάνω στους ώμους της, βάζει σε τάξη την πομπή: πρώτα τα μικρά παιδιά με τα μεγάλα κεριά στα χέρια, έπειτα η νύφη με τη συγγένισσά της, έπειτα ο γαμπρός με τους συγγενείς του, στο τέλος οι λίγοι καλεσμένοι με το Μιλέζο τελευταίο που έμοιαζε να περιγελά σιωπηλά όλους. «Τώρα θα μ’ αφήσουν μόνο», σκέφτεται ο Έφις με κάποια πίκρα. «Μόνο.

Κι αλήθεια πολλά δεν κατάλαβε, είτε γιατί είτανε γλωσσολογικά, καλλιτεχνικά και δύσκολα, είτε γιατί δεν πήγαινε ο νους του στα σοβαρά που του ξηγούσα, και τάπαιρνε όλα παίζοντας και για χωρατά. Έτσι στο ιντερβιού εκείνο με βάζει άξαφνα και λέω μερικά πράματα, που μοιάζει σα να τάλεγε κανένας τρελλός. Δε θέλησα λοιπόν, αν το διαβάσουνε κατόπι, να θαρρέψουν πως εγώ είπα όσα είπε ο Μποέμ.

Κι' εκείνοι οι διο τους, φτάνοντας στο μέρος πούχαν σφάξει το γιο του κράχτη, σταματούν τα ζώα, κι' ο Διομήδης χάμου πηδάει, και βάζει του στο χέρι του Δυσσέα τα ματωμένα πλιάτσικα. Κι' εφτύς ξανανεβαίνει και τ' άλογα βαράει· κι' αφτά με προθυμιά πετούσαν. 530

Είπε, κι' ακούει ο Πάτροκλος τα λόγια του συντρόφου. 205 Και στρώνει αμέσως τάβλαρο με της φωτιάς τη λάμψη, κι' απάνου αρνιού καλόθρεφτου και τράγου βάζει πλάτη, βάζει και γουρουνόραχη γιαλιστερή του πάχους· που ενώ του τις βαστούσε ο γιος του Δάρη, ο Αφτομέδος, με το μαχαίρι ο θεϊκός τις έκοβε Αχιλέας, και σαν τις καλολιάνισε, τις πέρασε στις σούγλες. 210 Κι' έκαψε ο Πάτροκλος καλή φωτιά, ο λεβέντης άντρας.