Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Το θάνατό μου μόνο περιμένει για να το σκάσει και γι’ αυτό δεν μπορώ να κλείσω ήσυχη τα μάτια. Πήγαινε στο παλικάρι και πες του να μην την χάσει, να μην ξεχάσει ότι υποσχέθηκε να την παντρευτεί. Να την παντρευτεί, ναι, κι έτσι η ντόνα Νοέμι θα πάψει να τον σκέφτεται. Πήγαινε

Η φτώχεια βαρειά, βαρειά θάνε η φτώχεια, η δυστυχία μεγάλη φέτο, το ψωμί ακριβό... Κ' οι πικροί αυτοί λογισμοί βαραίνουν πολύ, το κεφάλι του δυστυχισμένου πατέρα. Γυρίζει και βλέπει τα μάτια της κόρης του βουρκωμένα, το πρόσωπό της χλωμό, μαραμένο. Δυστυχισμένο παιδί. Δε σκέφτεται τόρα άλλο τίποτε παρ' αυτή, αυτή μονάχα. Τι δυστυχία!

Δεν ήθελε να δείξη πως το σκέφτεται καθόλου, μα μέσα του δούλευε το σκουλήκι. Δεν έβλεπε με καλό μάτι το γάμο. Η δραστηριότη του Δημητράκη από καιρό τον ανησυχούσε· στην προκοπή εκεινού έβλεπε φως φανερά το δικό του θάνατο. Τόβλεπε αυτός όπως τόβλεπε κι ο Χαγάνος. Μα δεν ήθελαν να το φανερώσουν. Ο Αριστόδημος όμως έπιασε γι' αυτούς μεγάλη φιλονεικία με τον αδερφό του.

Κυρίως το βράδυ, εάν κάποιο αηδόνι κελαηδούσε, η νοσταλγία τον βασάνιζε. «Τι να σκέφτεται άραγε ο ντον Πρέντου που με περιμένει με την απάντηση της Νοέμι; Ο Θεός όμως θα φροντίσει και θα φροντίσει καλά, τώρα που εγώ, με το θανάσιμο αμάρτημά μου και τον αφορισμό μου είμαι μακριά από αυτές

Τα μεγάλα καλά του «Γήταυρου» κανένας δεν μπορεί να τ' αρνηθή. Χύνει σπέρμα για τις νέες εποχές. Ο κ. Γκόλφης μπορεί να σημειώση μια εξαιρετική επιτυχία στη δράση του με το δράμα του αυτό, κι ο κόσμος που ξέρει να σκέφτεται, θα του το αναγνωρίση».

Πέθανε ο πατέρας και πάη, και το παιδί άρχισε να σκέφτεται τι θ' απογένη: Να παντρεφτή ή να καλογερευτή; Προτίμησε να παντρευτή όσο μικρός κι' αν είταν κι' έτσι έκανε την πρώτη συμβουλή του πατρός του.

Και ξαφνικά μια αίσθηση χαράς τον έκανε να πεταχτεί επάνω, τον διαπέρασε ολόκληρο, όπως ο ήλιος, που του στέγνωνε τα ρούχα και του ζέσταινε τα ξυλιασμένα μέλη. Και να, άρχισε πάλι να σκέφτεται τις κυράδες του, τις αγαπούσε πάντα και περίμενε τον ντον Πρέντου για να μάθει νέα τους. Αλλά ο ντον Πρέντου δεν κατηφόριζε.

Η ντόνα Έστερ, με λυμένο το σάλι ν’ ανεμίζει λίγο επάνω στους ώμους της, βάζει σε τάξη την πομπή: πρώτα τα μικρά παιδιά με τα μεγάλα κεριά στα χέρια, έπειτα η νύφη με τη συγγένισσά της, έπειτα ο γαμπρός με τους συγγενείς του, στο τέλος οι λίγοι καλεσμένοι με το Μιλέζο τελευταίο που έμοιαζε να περιγελά σιωπηλά όλους. «Τώρα θα μ’ αφήσουν μόνο», σκέφτεται ο Έφις με κάποια πίκρα. «Μόνο.

Παίρνω όμως μαζί μου τη μνήμη της μάννας μου, που είναι για μένα ένας θησαυρός, και που δεν μπορείτε πια να μου την κρατήσετε σεις. Ο Φιντής σε όλο αυτό το διάστημα έχει γείρει, το κεφάλι του απάνου στα χέρια, σα να σκέφτεται, αδιάκοπα. Πάψη. Ω! δυστυχία μας. κάποιο καινούριο κακό μέλλει να γίνη, κάποιο καινούριο κακό πάλι όπως και τότε. Τον έδιωξες, εσύ τον έδιωξες.

Ο υπηρέτης δεν κοίταζε πέρα από το κτηματάκι και για το λόγο ότι τα χωράφια που βρίσκονταν από τη μια μεριά και από την άλλη ανήκαν κάποτε στις κυράδες του: γιατί να θυμάται τα παλιά; Ανώφελη, θλιβερή θύμηση. Καλύτερα να σκέφτεται το μέλλον και να ελπίζει στη βοήθεια του Θεού.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν