United States or Saint Helena, Ascension, and Tristan da Cunha ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νομίζω πως κ' η γυναίκα μου, ένα διάστημα τουλάχιστο, μοιραζότανε το αίστημά μου. Γιατί από κείνη χυνότανε αυτός ο αδιάκοπος χείμαρρος της ευδαιμονίας. Είχε γυρίσει αλήθεια στη ζωή, αιστανότανε τον εαυτό της καλά, ζούσε κάτω από μεγάλα παλιά δέντρα και μέσα σ' ένα πλήθος λουλουδιών. Είχε όλους μας τριγύρω της και τίποτε δεν ενοχλούσε τη γαλήνη της.

Οι δυο οι γυναίκες κουβεντιάζανε για τα παλιά τους, κ' οι δυο οι άντρες για αρχαιότητες. Ο κυρ Αλεξαντράκης με το Σφακιανό ακολουθούσανε μερικά βήματα κατόπι, μιλώντας ο ένας για τις σφαγές, ο άλλος για την αξέχαστη τη μάχη του Ασκυφού. ΤΡΙΑ χρόνια την πάλευε την Τουρκιά σα λυσσαγμένη η Τουρκοφάγα η Κρήτη μαζί με την αναστημένη την Ρωμιοσύνη.

Ναι γιατρέ. Αν σου πω πως δεν την αγαπώ αυτή τη γυναίκα ακόμα, θα με κολάση ο Θεός. ΜΙΣΤΡΑΣΠάρτηνε, μάτια μου, λοιπόν να μη σε κολάση. ΦΛΕΡΗΣΜην αστειεύεσαι γιατρέ. Δεν πρόκειται γι' αυτό. Τώρα όλα τέλειωσαν μεταξύ μας. Το σχέδιο της ζωής μου το ξέρεις. Η Μοίρα μούφερε μπροστά μου τη Βέρα. Εχθές το βράδυ ξαναδέσαμε τη παλιά μας γνωριμία. Μία ιδανικώτερη αγάπη με κυβερνάει τώρα.

Η γλώσσα είταν ακόμα η παλιά η ελληνική στη μορφολογία της· είταν η λεγάμενη κοινή, και κατά την Ιστορική Γραμματική του αθάνατου μας Ψυχάρη έτσι απάνω κάτω πήγε ως τον εντέκατο αιώνα, τότες που πρωτοφαίνουνται με κάποια σειρά και συνέχεια σημάδια αλάθευτα της σημερνής της ρωμαίικης στο ποίημα του πρώτου Σπανέα.

Κι απάνω στα ράφια μαύριζαν λίγες φυλλάδες η μια απάνω στην άλλη, σκεπασμένες με παχιά σκόνη ποιος ξέρει από τι καιρό, ένα μπρούζινο καλαμάρι μικρό και μια μαύρη παλιά καλογερική σκούφια. Ύστερ' από το δείπνο, πούταν λιάνωμα, ψημμένο βετούλι, βγήκαμε κ' εμείς στην αυλή όξω.

Κάτι όμως είναι να φάνηκε ένας Σολωμός, ένας Βηλαράς, ένας Βαλαωρίτης. Μα κ' οι σημερνοί μας πάλε για πέταμα όλοι δεν είναι. Έπειτα, τι να σας πω; Πάντα κανείς τα παλιά χρόνια να δοξάζη, μου έρχεται σαν κάπως παλιωμένο και τούτο. Το συνηθίζουνε πάρα πολλοί και κατάντησε πρόστυχο. Laudator temporis acti. Αν άξαφνα ο κ. Παράσχος έβγαινε να μας πηλέω ο κ. Παράσχος ή κανένας άλλος, γιατί για τον κ.

Σημαίνει πως πρέπει να ξέρω την περασμένη μου ζωή, να μη λησμονώ τα παλιά καλούπια που μπόρεσε να εύρει ο Ελληνισμός για να γίνει κράτος ανάμεσα στα κράτη, και ξανοίγοντας όσο μπορώ την τωρινή ζωή μου, να ξεκαθαρίζω το δρόμο, να εύρω το νέο τόπο που θα διαλέξει ο Ελληνισμός για να γίνει κράτος δυνατό.

Κατά τες δυτικές οχθιές της, που ανάμεσ' απ' αυτή κι από σειρά χαμηλών βουνών απλωμένων από βορριά σε νότο σχηματίζεται μια μικρή κοιλάδα, στενή λουρίδα, που ανταμώνει τον πέρα με τον δώθε πλατύκαμπο, συμπυκνώνεται η πόλη του Γιαννίνου σε μεγάλο άπλωμα, με τα βυζαντινά κι αληπασαλήτικα κάστρα της, χωμένα μέσα στη λίμνη, με τους στενούς και λιθόστρωτους δρόμους, τα παλιά σπίτια και σαράγια, τα μπεζιστένια, τες εκκλησιές και τα σκολιά, με τες πυκνές σκεπές και τα πολλά δέντρα και με τους δεκαοχτώ ψηλούς μιναρέδες της, που με περίσσιο θράσο πετιούνται απάνου από κάθε χτίριο και κάθε κλαρί κι οπού τα κατακίτρινα μεσοφέγγαρά τους αστραποβολούν στον ήλιο.

Κι ως τόσο άνθρωπος με τη δύναμη και τη θέληση πούδειξε στα πρώτα του χρόνια δεν έπρεπε να καταπονιέται και τόσο εύκολα από αταξίες όχι ασυνήθιστες, μήτε σε καινούρια Κράτη μήτε σε παλιά. Δε φαίνεται να έπαθε ακόμα κ' η υγεία του, ή σωματική ή ψυχική. Κι όμως κάτι χαλάρωνε, κάτι αδυνάτιζε τώρα τους λογισμούς του.

Μπεζέρισα να περπατώτου κάμπου τα λιοβόρια. Θέλω τ' αψήλου ν' αναβώ' ν' αράξω θέλω, αητέ μου, Μέσ' 'ς την παλιά μου κατοικιά, 'ς την πρώτη τη φωλιά μου Θέλω ν' αράξωτα βουνά, θέλω να ζάω μ' εσένα. Θέλω τ' ανήμερο καπρί, τ' αρκούδι, το πλατόνι, Καθημερνή μου κι' ακριβή να τάχω συντροφιά μου.