United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ζωντάνεψαν τα μάρμαρα πούταν βουβά και κρύα Κ' έμμορφα βασιλόπουλα πεζά κι' αρματωμένα Ντυμένα μέσ' 'ς το μάλαμμα τα λόγγα πηλαλάνε Κι' απ' όλα των τα στόματα 'σαν μια φωνή γροικιέται: — Ποιος είν' αυτός οπώκαμε τέτοιο καλό μεγάλο Το βιο να του χαρίσουμε και ταις χρυσαίς κορώναις!

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Δίκηο έχεις, ναι• αλλ' όμως τούτο εγινόταν πρώτα, πούταν ο παληός ο νόμος• αλλά τώρα που για όλους η ζωή θάνε κοινή, τι και αν δεν καταθέση; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Δεν μου λες: και αν φανή μια μικρούλα, και θελήση ένας να την γαργαλίση, και να κοιμηθή μαζύ της για μια νύχτα λόγου χάρι, από το κοινό ταμείο να της δώση δεν θα πάρη;

Κι' ο γιος τ' Αχίσα γύμνωσε το Μέδο και το Γιάσο. Νόθος ο πρώτος είταν γιος του θεϊκού Οΐλέα, του Αία — ο Μέδοςαδερφός, και στη Φυλάκη αλάργα σε ξένους τόπους κάθουνταν, τι της μητριάς Εριώπης, 335 πούχε την τέρι ο Οϊλιάς, ξαδέρφι 'χε σκοτώσει· κι' είταν ο άλλος στρατηγός απ' την Αθήνα, ο Γιάσος, και γιος του Σφήλου πούταν γιος του μαχητή Βουκόλου.

Στο μικρό του χωριό γιατρό δεν είχαν και τον πήγαν με μουλάρι στο κεφαλοχώρι πούταν η πρωτεύουσα της επαρχίας. Εκεί είχε συγγενικό σπίτι, όπου να μένη και να τον βλέπη γιατρός. Μπορούσαν να καλέσουν το γιατρό στο χωριό, αλλά έκριναν οικονομικώτερο να πάνε τον άρρωστο στο γιατρό.

Και τρέχει ομπρός απ' τη γραμμή των καλυβιών και πλοίων, 220 και με τη χέρα τη βαριά βαστούσε τη φλοκάτα, μεγάλη κοκκινόβαφη, και πήγε στάθη απάνου στο μελανό φαρδόσκαφο καράβι του Δυσσέα, πούταν στη μέση για ν' ακούν καλά απ' τα διο τα μέρη. 223 Χούγιαξε εκείθες, κι' η φωνή αχούσε απ' άκρη ως άκρη 227 «Ντροπής, κιοτήδες Αχαιοί, φανταχτεροί ζορμπάδες!

Είπε, και των θεών κι' αντρών την άκουσε ο πατέρας. Και ματωμένες έβρεχε κατά τη γης ψιχάλες τιμώντας τον καλό του γιο, πούταν στης Τριάς τους κάμπους 460 ναν του σφαχτεί τότε άδικα αλάργα απ' την πατρίδα.

Κι' απάνω στα ράφια μαύριζαν λίγες φυλλάδες η μια απάνω στην άλλη, σκεπασμένες με παχιά σκόνη ποιος ξέρει από τι καιρό, ένα μπρούζινο καλαμάρι μικρό και μια μαύρη παλιά καλογερική σκούφια. Ύστερ' από το δείπνο, πούταν λιάνωμα, ψημμένο βετούλι, βγήκαμε κ' εμείς στην αυλή όξω.

Είχε κ’ η Βεργινία κοντά μια χιλιαδούλα και κάτι ρουχαλάκια απ’ τη μητέρα της, που την είχε αφήσει ολάρφανη σε μια δεύτερη της αξαδέρφη πούχε μια φορά κι αυτή τον τρόπο της, μα σαν απόμεινε χήρα έκανε τη σιδερώστρα. Ο πατέρας της, πούταν απόστρατος ανθυπομοίραρχος, είχε πεθάνει όταν ήτον πολύ μικρή.

Ένα από κείνα της θεάς διαλέγει να χαρίσει, πούταν στα ξόμπλια πιο όμορφο κι' απ' όλα πιο μεγάλο, λαμπρό σαν άστρο· κι' είτανε βαλμένο κάτου κάτου. 295 Και κίνησε, κι' ένα σωρό αρχόντισσες ξοπίσω.

Στες κακοτοπιές πούταν στενός ο δρόμος, σωστό μονοπάτι, εγώ πήγαινα πίσω πίσω, στερνός απ' όλους, κ' είχα τη δασκάλα μπροστά και τον αγωγιάτη από κοντά. Όπου βγαίναμε σε σιάδι, τύχαινε κάποτε να πάω ζυγά ζυγά μ' αυτήν. Έστρεφε τότες αυτή κατ' εμένα, μ' εκύτταζε συμπαθητικά και μου χαμογελούσε γλυκά γλυκά.