United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πώς μπάτη χνώτο χύνεται πας στου γιαλού την άπλα όταν πρωτοσηκώνεται, και τα νερά σουφρώνουν, τέτιοι κι' οι λόχοι κάθουνταν των διο στρατών στον κάμπο. 65 Κι' είπε στη μέση ο Έχτορας των Αχαιών και Τρώων «Τρώες, ακούστε με, κι' εσείς Αργίτες παινεμένοι, για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια.

Μα ακούστε τώρα τι θα πω, το τι σας καρτερούσε· μιας και σας βάραε ο κεραβνός, σας λέω, με τ' άτια πίσω 455 πια δε θα βλέπατε Έλυμπο και θεϊκά λημέριαΕίπε, κι' αφτές βαριόμησαν, η Αθήνα κι' η Ήρα. Οι διο τους κάθουνταν, η μια κοντά κοντά στην άλλη, και για τους Τρώες συφορές στο νου τους μελετούσαν.

Και στην πλατέα αφτοί είτανε, οι Τρώες, συναγμένοι όλοι μαζί, και κάθουνταν, τον κράχτη καρτερώντας 415 πότε θα φτάσει. Κι' έρχοντας ως στην πλατέα ο κράχτης, καταμεσύς τους στέκεται και δίνει τα μαντάτα.

Κατάμπροστα στη μεγάλη τη θύρα κάτω από πηχτόφυλες κληματαριές αντίκρυ στις πιο φουντωμένες πορτοκαλιές, με το σεντριβάνι στη μέση που μέρα νύχτα ξετίναζε ταργυρά του νερά, εκεί κάθουνταν ο κυρ Μαυρουδής, και με το κομπολόγι στο χέρι έδινε προσταγές του Περιβολάρη. Εκεί τον ανταμώσανε, Παυλής και νωνός. Προσηκώθηκε ο άρχοντας, τους καλωσόρισε, και τους κάθισε πλάγι του.

Μα όσο ο γερός ο Μελέαγρος πολέμαε, οι Κουρήτες 550 πάντα άσκημα τα πήγαιναν, μηδέ ποτές μπορούσαν ν' αντέξουν όξω απ' το καστρί κιας είταν τόσο πλήθος· στερνά όμως σαν τον έπιασε θυμός που τόσου κόσμου με νου και κρίση την καρδιά φουσκώνει μες στα στήθια, τότες αφτός, σα χόλιασε, αργός μακρυά από μάχες 555 κάθουνταν με το τέρι του, την ώρια Κλεοπάτρα, της σφιχτοστήθως Μάρπησσας την κόρη και του Νίδα.

Είπε, κι' αφτές κατσούφιασαν, η Αθηνά κι' η Ήρα. 20 Οι διο τους κάθουνταν, η μια κοντά κοντά στην άλλη, και για τους Τρώες συφορές στο νου τους μελετούσαν.

Έτσι τους είπε, κι' οι λοιποί ζητωκραβγάνε Αργίτες. Και στο χρυσόστρωτο οι θεοί τον πύργο με το Δία κάθουνταν κι' είχανε βουλή, και τους κερνούσε γύρω νεχτάρι η Ήβα· κι' οι θεοί με τα χρυσά ποτήρια ένας τον άλλο φίλεβε, κατά την Τρια τηρώντας.

Είπε, κι' εκείνον καταχνιά σκεπάζει μάβρης νύχτας, και στάχτη αρπάζει με τις διο τις χούφτες, και τη ρήχνει στην κεφαλή ασκημίζοντας την όψη την πανώρια· κι' η στάχτη γύρω κάθουνταν στ' αφρόφαντο του ρούχο. 25 Και στρώθηκε μακρύς πλατύς στις σκόνες ξαπλωμένος, και σπούσε χάμου, ρήμαζε, την κόμη με τα χέρια.

Σα γέροι, πια δεν πήγαιναν στις μάχες, μα ρητόροι 150 σπουδαίοι, σα διο λες τσίντζικες που κάθουνται σε δέντρο και μες στο δάσος με φωνή λαλούν κατιφεδένια· τέτιοι στον πύργο κάθουνταν κι' οι προεστοί των Τρώων.

Κι ήβραν αφτόν που κάθουνταν κοντά σ' ένα καλύβι και πλοίο του, ουδέ χάρηκε μπροστά του σαν τους είδε. 330 Μα εκείνοι ομπρός στον αρχηγό με δείλια και με σέβας σταθήκανε, ουδέ τούκραιναν κι' ουδέ τον χαιρετούσαν. Μα αφτός στο νου του τόνιωσε γιατί ήρθαν και τους είπε «Καλό στους κράχτες, των θεών κι' αντρών μαντατοφόρους!