United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι θαυμαστή αφέλεια!.. . απ' το ποτάμι βγαίνει εμπρός 'στα μάτια των ανδρών και γλυκοτραγουδεί· αλλά οι άνδρες φαίνονται σε τέτοια μαθημένοι, και δεν γυρίζει κύριος κανένας να την 'δη. Μα και αν στρέψουν να την 'δούν, γι' αυτό δεν την πειράζει.. δεν είν' εδώ αναίδεια του κάλλους η γυμνότης· ούτε μ' αράχνης ύφασμα το σώμα της σκεπάζει, κι' ούτε τους άλλους 'ντρέπεται, ή καν τον εαυτό της.

Επί της πρύμνης αυτής διακρίνεται λευχείμων λυσίκομος κόρη, νωχελώς ανακεκλιμένη, και μάλλον στηριζομένη επί του οιακίου παρά κρατούσα και χειριζομένη αυτό. Οι φθόγγοι των οργάνων είναι γλυκείς και λιγυροί, αλλ’ οι παίζοντες αυτά δεν φαίνονται. Το ανεστραμμένον αλεξίβροχον κρατεί όλον το φως εν εαυτώ και σκεπάζει τας μορφάς των μουσικών υπό την προεκτεινομένην σκιάν του.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Εάν σ' ιδούν σ' εσκότωσαν! ΡΩΜΑΙΟΣ Αλλοίμονονεμένα! Φοβούμαι περισσότερον το ιδικόν σου μάτι, παρά σπαθιά των είκοσι. — Με γλύκαν κύτταξέ με, και ούτε συλλογίζομαι την ιδικήν των έχθραν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Δεν ήθελα να σε ιδούν διά τον κόσμον όλον. ΡΩΜΑΙΟΣ Δεν έχει φόβον της νυκτός το ράσον με σκεπάζει, φθάνει εσύ να μ' αγαπάς, κι’ ας μ' εύρουν δεν με μέλει!

Επάνω εις τον βωμόν Της αληθείας, τα σφάγια Τώρα εγώ ρίπτω· μ' άφθονα Τον λίβανον σωρεύω, Μ' άφθονα χέρια. Ως απ' ένα βουνόν Ο αετός εις άλλο Πετάει, καιγώ τα δύσκολα Κρημνά της αρετής Ούτω επιβαίνω. Στροφή Α Ας μη βρέξη ποτέ Το σύννεφον, και ο άνεμος· Σκληρός ας μη σκορπίση Το χώμα το μακάριον Που σας σκεπάζει.

Και απάντησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων• «Γέρε, όποιος ξένος άνθρωπος γι' αυτόν φέρη αγγελία, ούτε η γυναίκα τ' ούτε ο υιός πίστι δεν δίδουν πλέον. αλλά πλανήταις άνθρωποι, βοήθειαν όπως λάβουν, ανώφελα ψευδολογούν και την αλήθεια κρύβουν. 125 και όποιος περιπλανώμενος εις την Ιθάκη φθάσητην δέσποινά μου ερχόμενος λόγια πλαστά προσφέρει, κ' εκείνη τον φιλοξενεί και όλα ζητεί να μάθη, και, ως κλαίγει, από τα βλέφαρα τα δάκρυα της σταλάζουν, ως γυνή κάμνει, 'πώχασε τον άνδρα τηςτα ξένα. 130 και συ θε να 'σουν πρόθυμος, γέρε, να φθειάσης μύθον, ίσως χλαμύδα να ενδυθής σου δίδαν και χιτώνα• εκείνου ωστόσο τα γοργά τα όρνεα και οι σκύλοι τα κόκκαλα θα του 'γδαραν, όπ' άψυχ' απομείναν• ή ψάρια τον κατάφαγαντην θάλασσα, κ' εκείνου 135 άμμος πολύς τα κόκκαλα σκεπάζειακρογιάλι. κείνος εχάθη τώρ' αυτού, και εις όλους μένει ο πόνος τους φίλους κ' έξοχαεμέ• ότι άλλον δεν θε ναύρω κύριον καλόν ωσάν αυτόν, 'ς όποια και αν φθάσω μέρη, ούδ' αν γυρίσω εις του πατρός και της μητρός μου πάλι 140 το σπίτι, οπού γεννήθηκα κ' εκείνοι μ' αναστήσαν. ουδέ γι' αυτούς ως απ' αρχής οδύρομαι, αν και θέλω να τους ιδούν τα μάτια μουτην γη την πατρική μου• αλλά με παίρνει του Οδυσσηά, 'π' άφαντος είναι, ο πόθος. και αυτόν, ω ξέν', εντρέπομαι, και αν λείπει, να ονομάζω, 145 ότι με αγάπα ολόψυχα, πολύ για μέ πονούσε• αλλ' αδελφόν μου εγκαρδιακόν τον λέγω και μακρόθεν».

Τότες του λέει ο ξακουστός παλικαράς Διομήδης «Εδώ' ναι αφτόςμην τρέχετε πιο αλάργααν θέτε ως τόσο 110 ν' ακούστε κι' ότι εγώ θα πω κι' αν δεν κακοφανεί σας που τάχατε είμαι απ' όλους σας πιο νιος εδώ στα χρόνια. Μα απ' άρχοντα γονιό κι' εγώ πως σπάρθηκα παινιέμαι, απ' τον Τυδιά που γης χυτή στη Θήβα τον σκεπάζει.

Ο σκύλος έχει ένα γυαλιστερό, παστρικό τρίχωμα, που τον σκεπάζει ως τα ρουθούνια. Το μούτρο του είναι εύθυμο και γελαστό, και το μάτια του γυαλίζουν κάτω απ' τα πυκνά του φρύδια. Ο ήλιος πυρώνει από ψηλά τον άνθρωπο και το σκύλο και ζητεί να τους ομορφήνη και τους δύο. Ο ζητιάνος όμως φαίνεται σαν να κρυώνη, και το φως, που τον λούζει, τον κάνει ασχημότερο.

Απάνω στο στρογγυλό λιθάρι, που το σκεπάζει ο γεροπλάτανος, δροσολογιέται η αγάπη σου. Ο κυνηγός πήρε βιαστικά τα πόδια του, έφτασε στην πλαγιά του βουνού και κατέβηκε στη ρεματιά. Ταηδόνια τραγουδούσανε μέσα στα δασά πλατάνια, και πάνω στις ρίζες τους, που τις πότιζε γαργαλιστό το τρεχούμενο νεράκι, το άσπρο κοπάδι δροσολογιότανε.

Αυτά 'πα, και ο σκληρόψυχος ποσώς δεν απαντούσε• αλλ' ετινάχθη και άπλωσε τα χέριατους συντρόφους, άρπαξε δυο κ' έκρουσ' αυτούςτην γην ωσάν σκυλάκια, κ' ερρέαν χάμου τα μυαλά κ' ενότιζαν το χώμα. 290 και αφού τους εκομμάτιασεν ετοίμαζε τον δείπνο. κ' έτρωγε• ως λειόντας ορεινός, χωρίς τα ουδέν ν' αφήση, εντόσθια, σάρκαις, κόκκαλα, κ' ερούφα τα μελούδια• κ' εμείςτον Δία κλαίοντας σηκόναμε τα χέρια, βλέποντας έργ' απάνθρωπα, και ο νους μας απορούσε. 295 και αφού γέμισ' ο Κύκλωπας την τρίσβαθη κοιλία, ανθρώπου κρέας τρώγοντας, πίνοντας γάλ' ακράτο, κείτονταν 'ς τ' άντρο τεντωτόςτην μέση των προβάτων. κ' είπε η γενναία μου ψυχή το ακονητό σπαθί μου να ξεγυμνώσω επάνω του, 'ς το στήθος να το εμπήξω 300 εκεί, 'που το διάφραγμα σκεπάζει το συκώτι. αλλ' ήλθεν άλλος στοχασμός και μου άλλαξε την γνώμη• ότι κ' εμείς θα ευρίσκαμε τον θάνατο μαζή του, ότι δεν θάμαστε αρκετοί απ' την υψηλή θύρα τον βράχο να κινήσουμε βαρύν, οπού 'χε βάλει. 305 και αυτού βαρυστενάζαμε πότε να φέξ' η ημέρα• και ως φάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, πάλιν εκείνος έκαμνε στιά και ταις καλαίς άρμεγε προβατίναις με τάξι, κ' έπειτ' έβαζε της καθεμιάς τ' αρνί της. και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα εργα του είχε κάμει, 310 άρπαξε πάλι δυο μαζή κ' ετοίμασε το γεύμα. χορτάτος έπειτ' έβγαλε τα πρόβατ' από τ' άντρο, αφού τον βράχον εύκολα εσήκωσε απ' την θύρα και τον ξανάβαλ' έπειτα, ως σκέπασμα εις φαρέτρα. και ωδήγα με σουριγματιαίς τα πρόβατα εις τα όρη 315 ο Κύκλωπας• κ' εγώ 'μένα και ολέθριαις είχα γνώμαις, να εκδικηθώ, κ' η Αθηνά την δόξα να μου δώση• και ιδού ποια συμφερώτερη τότε μου εφάνη γνώμη•την μάνδρα μέγα ρόπαλο του Κύκλωπα ήταν χάμου, χλωρόν, ελάινο, και είχε το κόψει να το φοράη 320 όταν φρυγή• και ως το είδαμε κατάρτι μας εφάνη αρμόδιο για εικοσίκουπο καράβι πισσωμένο, απ' τα πλατειά φορτωτικά, 'που σχίζουν τα πελάγη•το μάκρος τόσο εφαίνονταν και τόσον εις το πλάτος. το επήρα και όσο μιαν ορυιάν έκοψα εγώ του ξύλου, 325 και των συντρόφων το 'δωσα και να το ξύσουν είπα. κείνοι καλά το εγλύστρωσαν• και σουβλερότην άκρη το 'καμα εγώ και με σπουδή το επύρονα εις την φλόγα• τ' απόθωσ' έπειτ' εύμορφα και το 'κρυψατην κόπρο, 'που ήταν χυμένη αμέτρητη μες τ' άντρο απ' άκρ' εις άκρη. 330 κ' είπα λαχνόν οι σύντροφοι να ρίξουν, ποιος θα τύχη μ' εμέ να υψώση τον λοστό, μ' ανδρειά να τον εμπήξη, άμα γλυκαποκοιμηθή, 'ς του Κύκλωπα το μάτι. κ' έλαχαν κείνοι, 'που 'θελα, ως να 'σαν διαλεκτοί μου, τέσσαρες, κ' εμετρήθηκα πέμπτος εγώ μ' εκείνους. 335 κ' ήλθε με τα καλόμαλλα πρόβατ' αυτός το βράδι• τα σαρκωμένα πρόβατα έμπασε μέσα 'ς τ' άντρο όλα, καιτον αυλόγυρο δεν άφησε κανένα• ή μόνος κάτι ενόησεν ή πρόσταγμ' ήταν θείο. κ' εσήκωσ' ευθύς κ' έβαλε τον βράχον εις την θύρα. 340 και άρμεγε αυτός καθήμενος τα πρόβατα, ταις γίδαις, με τάξιν, κ' έβαζ' έπειτα της καθεμιάς τ' αρνί της. και άμ' όλα εκείνος βιαστικά τα έργα του είχε κάμει, άρπαξε πάλι δυο μαζή κ' ετοίμασε τον δείπνο. και τότ' εγώ τον Κύκλωπα πλησίασα και του 'πα, 345 μ' ένα καυκίτα χέρια μου, μαύρο κρασί γεμάτο• «Κύκλωπα, λάβε, πιε κρασί, 'π' ανθρώπινο έχεις φάγει κρέας, να ιδήςτο πλοίο μου πιοτό 'που 'χα κρυμμένο• κ' εγώ σου το 'φερα σπονδήν, ίσως εμ' ελεήσης, και εις την πατρίδα στείλης με• ά! συ φρικτά μανίζεις. 350 άσπλαχνε, πώς άλλος θα 'λθή να σε σιμώση πλέον, απ' όπου υπάρχουν άνθρωποι, τόσ' άνομ' αφού πράζεις

Πώς θα εκδικηθή εκείνους που τον ατίμασαν!... Στον Κόκκινο Σταυρό, ηύρε το δασοφύλακα. «Τράβα μπροστά. Πήγαινέ με γρήγορα, γρήγορα, γραμμή». Ο μαύρος ίσκιος των δέντρων τους σκεπάζει. Ο Βασιληάς ακολουθεί τον κατάσκοπο. Έχει πεποίθησι στο σπαθί του που άλλοτε χτύπαγε τόσο καλά χτυπήματα! Α! Αν ξυπνήση ο Τριστάνος, ένας από τους δυο, ο Θεός ξέρει ποιος!, θα μείνη στον τόπο.