United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνο το γέλιο του, εκείνα τα λόγια του τα ξερά και ξεκομμένα, εκείνο το μούτρο που της έκανε, ήτανε σαν ένας κουβάς κρύο νερό, που της αδειάσανε στο κεφάλι. Για μια στιγμή συλλογίστηκε πως ο παπάς είχε δίκηο, πως τα λόγια του ήτανε σωστά, πως έπρεπε να βγάλη απ' το νου της την παντρειά.

Έτσι τον επετροβόλουν και τα παιδιά στο χωριό, αλλ' άμα εγύριζε το μαύρο του μούτρο κεγυάλιζαν τα δόντια του, ου! οπού φύγει φύγει τα παιδιά ... Να και ο παπά- Δημήτρης, ένας μεγάλος γεροντόπρινος. Και λίγο παραπέρα ένας Τούρκος με τη σαρίκα του. Τον εγνώριζεν αυτόν τον Τούρκον, τον Μαυρομπραΐμην. Έλεγαν πως είχε σκοτώσει ένα του μπάρμπα κι ο πατέρας του τον εμάχετο φοβερά.

Θελα 'ειπής, μου λες, ακόμα; Αμ σε πιάνωΚι' όλο τρίμματα σε κάνω, Α σ χ η μ ά δ α Φεύγα να μη σε ιδώ· φεύγα απομπρός μου. Ω μούτρο φοβερό, σκιάχτρο του κόσμου, Πια μάνα ήταν αυτή, και πιος πατέρας, Που σ' έκαμαν να βγης σε φως ημέρας. Τόσο πολύ κακό τόσο ψηγάδι, Να βρίσκεται ποτέ σ' όλον τον άδη! Να ίδε, ή θα ιδή τέρας κανένα Ο ήλιος πουθενά, ωσάν κι' εσένα!

Θα είνε τελώνιο, που εκάθισε στα πινά της σκούνας, έλεγεν ο είς. — Θα είνε θαλασσινό όρνιο, που γητεύει τα πουλιά, έλεγεν άλλος. — Είνε θαλασσαετός!.... είνε σακκάς, πελεκάνος!.... — Είνε γλάρος!... — Μωρέ είνε μπούφος! είπεν είς γηραιός θαλασσινός. — Μα γιατί έχει σαν ανθρωπινό μούτρο; Τας ημέρας εκείνας ο καπετάν Στέφος ο Γιαρής επεριμένετο να φθάση, διά να κάμη Χριστούγεννα εις το χωρίον.

Το πρωί, ο Τριστάνος τυλίγεται σε μια κουρελιασμένη κάπα, βάφει μεριές-μεριές το μούτρο του κόκκινο και μαύρο, και γίνεται σα λεπρός. Πέρνει ένα ξύλινο δοχείο για να μαζεύη ελεημοσύνες. Μπαίνει στους δρόμους του Σαιν-Λουμπέν κι' αλλάζοντας τη φωνή του ζητεί ελεημοσύνη απ' όλους τους διαβάτες. Θα μπορέση τάχα να ιδή πουθενά τη Βασίλισσα; Επί τέλους η Ιζόλδη βγαίνει από το παλάτι.

Να κάμη πως δεν με γνωρίζει; Είπαμε δα νάχουμε κ' εμείς ένα πατριώτη μέσατην Αθήνα, μα τα προκόψαμε! — Μήπως μπάρμπ'-Αναγνώστη, κάνεις λάθος; παρετήρησεν η γρηά Κυρατσού. Μπορεί να μοιάζη κανένας με τον Λαλεμήτρο. Δύο κεφάλια είναι δύσκολο να μοιάσουν, στο μούτρο όμως πολλαίς φοραίς μοιάζουν οι άνθρωποι. — Σώπα, θεια. Τον Λαλεμήτρο δεν γνωρίζω, με την χρυσή καδένα; Άκουσε και κρίνε.

Κ' έπρεπε να μην του το δώκης πίσω · να το πάρης όλο· να τον ρίξης στο γιαλό, να πάη να χαθή· να λείψη μια λέρ' από τον κόσμο!. .. Ψε! έφαγε τα μούτρο του και γνώση δεν έβαλε· ακόμα φωνάζει για τα δίκια του. Μα εγώ, ο δόλιος, δε μίλησα. Ό,τι μου δωκε η μεγαλόδωρη ψυχή σου το πήρα κ' είπα και σπολλάτη. Μα δικό σου είνε πάλε· δικό σου το χτήμα, δικό σου και το κεφάλι μου και τα παιδιά μου. ..

ΤΡΙΝΚ. Ψέμματα, αμαθέστατο τέρας· εγώ έχω μούτρο να βάλω κάτου ένα χωροφύλακα· και τι, ψάρι βρώμιο, ευρέθηκε ποτέ άνθρωπος φοβιτσιάρης να πιη όσο ‘γώ σήμερα; Τολμάς και λες ψέμμα τόσο χοντρό και ολάκερο εσύ, που είσαι μισό ψάρι και μισό τέρας; ΚΑΛΙΜΠ. Ιδές! πώς μ' αναπαίζει! θα τον αφήσης, αφέντη μου; ΤΡΙΝΚ. «Αφέντη μου» λέει! Ένα τέρας νάναι έτσι κουτόμυαλο! ΚΑΛΙΜΠ. Να το, να το πάλι 'πίσω.

Το μούτρο της είχε στραβώσει από την νευρικήν προσβολήν, η γλώσσα της εκρέματο έξω του στόματος, κ' εξέπεμπεν ανάρθρους φωνάς. — Πώς σου ήρθε αυτό; την ηρώτησε διά νεύματος μάλλον ή διά της φωνής η Φραγκογιαννού. Η πάσχουσα απήντησε διά γρυλλισμού ουδέν το ανθρώπινον έχοντος. Η Φραγκογιαννού εκάθισε παρά την εστίαν, και ησχολείτο να βράση βότανα διά την πάσχουσαν.