United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε ο μπουζουκιτζής τράβηξε μπροστά το δρόμο του αγάλι' αγάλια, αλλάζοντας κομμάτι, παίζοντας ένα μαρς, ένα ύμνο για τη νίκη του και για την όμορφη μαζί, που από τη γλύκα του μπουζουκιού του άνοιξε το παράθυρο. Σηκώθηκαν κ' οι άλλοι, και όλοι μαζί με το μαρς πάντα τράβηξαν έφυγαν. Πήγαιναν τόρα να βγάλουν κι άλλες όμορφες στα παράθυρα...

Και παίρνοντας την προφορά των Βαρνιωτών της Θράκης, με την περιφρόνησι που τρέφουν οι ΑσπροΘαλασσίτες ναυτικοί για τους ΜαυροΘαλασσίτες συναδέρφους των — Μ' αφείς που μ' αφείς· είπεν αλλάζοντας κατά τη φράσι και τη φωνή, από τον τρυφερό γυναικείο στον βάναυσον αντρίκιο τόνο. — Να φύω θω. — Και πού απάγης, και πού απάγης; — Στο Μπαλτζίκι. — Αχ! στα χαμένα νερά!

Ίσια ίσια γιατί μεταμορφώνει τη γλώσσα του ο λαός, τη φυλάει, κ' ίσια ίσια γιατί άλλαξε η γλώσσα, έμεινε πάντοτες η ίδια. Αλλάζοντας τη γλώσσα τη βαστούσετε και σεις. Σώσετε μάλιστα πολλούς νόρους που, αν κανείς δεν προσέξη καλά, φαίνουνται κατάλληλοι μόνο για την αρχαία γλωσσική κατάσταση της ελληνικής. Ξέρετε που σήμερα κάθε Πολίτης θα πη άκουσα αντίς ήκουσα κ' έτοιμη αντίς ετοίμη.

Κι αν ίσως άλλο από μια ηχώ θολή στον άμμο γύρα δε βρίσκει ο ωραίος σκοπός, στοχάσου πως του διαλεχτού στάθηκε πάντα μοίρα· να μένη μοναχός. Κι ευγενικός, περήφανος τη μοναξιά σου τράβα σε κόσμο μαγικό αλλάζοντας τη θλίψη σου στο ερημικό σου διάβα, με πάντα νέο σκοπό

Το ήξερα και παραξενεύτηκα πάλι μ' αυτό το χαραχτηριστικό της αίνιγμα, που για κείνη είτανε μόνο μια φυσική πραγματικότητα. Της χάδεψα τον ώμο για να της δείξω πως άκουσα κ' εννόησα, αυτή όμως αλλάζοντας απότομα θέμα, ρώτησε: — Πιστεύεις εσύ τίποτες άλλο; — Ούτε πιστεύω, ούτε δεν πιστεύω.

Μπορεί μάλιστα σαν κριτικός του Ωραίου νάναι προωρισμένος ο Πλάτων να ζη αιώνια, κι αλλάζοντας τόνομα του κύκλου της θεωρίας του μπορεί ν' ανακαλύψουμε μια νέα φιλοσοφία. Αλλά ο Αριστοτέλης, όπως ο Goethe, πραγματεύεται την Τέχνη στις αρχικές συγκεκριμένες εκδηλώσεις της.

Έπειτα, ορμώντας ξαφνικά από το μέρος που παραμόνευαν, άρπαξαν μια συνοδεία αμάξια του κόμητος Ριόλ. Απ' αυτή τη μέρα, αλλάζοντας πονηρίες και αντρεία, έρριχναν κάτω της σκηνές του, χτυπούσαν της εφοδιοπομπές, σκότωναν τους άντρες, και ποτέ δεν εγύριζαν στο Κάρχαιξ χωρίς να φέρουν κάποια λεία.

Το πρωί, ο Τριστάνος τυλίγεται σε μια κουρελιασμένη κάπα, βάφει μεριές-μεριές το μούτρο του κόκκινο και μαύρο, και γίνεται σα λεπρός. Πέρνει ένα ξύλινο δοχείο για να μαζεύη ελεημοσύνες. Μπαίνει στους δρόμους του Σαιν-Λουμπέν κι' αλλάζοντας τη φωνή του ζητεί ελεημοσύνη απ' όλους τους διαβάτες. Θα μπορέση τάχα να ιδή πουθενά τη Βασίλισσα; Επί τέλους η Ιζόλδη βγαίνει από το παλάτι.

Υποφέρει η ευλογημένη, είπε ο Κυρ-Θανάσης. Και αλλάζοντας φωνή, ξαναείπε στον Παπα-Παρθένη: — Δεν τελειώσαμε, παπά μου, τη χθεσινή συζήτησι. Την αφήσαμε στη μέση. Όλη τη νύχτα αυτή τη συλλογή είχα και δε μάφησε να κοιμηθώ. «Τα κρίματα του Κυρίου άβυσσος»... — Δε βρίσκεις άκρη, ευλογημένε, είπε ο Παπα-Παρθένης ξαναγεμίζοντας τα ποτήρια.

Ο πορτιέρης πίστεψε πώς δίχως άλλο ήταν τρελλός, και του φώναξε: «Ελάτε κοντά, πού μείνατε λοιπόν τόσον καιρόΑπάντησε ο Τριστάνος, αλλάζοντας τη φωνή του: «Στους γάμους του Αββά του Μον που είναι φίλος μου. Πήρε μια παπαδιά, μια χοντρή κυρία με βέλο. Από το Μπεζανσόν μέχρι το Μον, δεν έμεινε παππάς, αββάς, καλόγερος, καλογεροπαίδι, να μην πάη στους γάμους.