United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε η ασύγκριτη θεά, κ' επροπορεύθη εκείνου ογλήγορα• κατόπι της αυτός ακολουθούσε, 'ς το βαθύ σπήληον έφθασαν η αθάνατη και ο άνδρας, και εις το θρονί κάθισε αυτός, 'που 'χε καθίσει πρώτα 195 ο Ερμής• και του παράθεσε να φάγη και να πίη η νύμφη από τα φαγητά, 'που τρέφουν τους ανθρώπους. και αγνάντια κείνη εκάθισετον θείον Οδυσσέα, και νέκταρ της παράθεσαν η δούλαις και αμβροσία. και άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά, 'που 'χαν εμπρός τους• 200 και άμ' ευφρανθήκαντο φαγί και εις το πιοτόν εκείνοι, η Καλυψώ τότ' άρχισεν η ασύγκριτη να λέγη•

— Ε, παιδί είνε ακόμα· είπε η κυρά Πανώρια· θάρθ' η ώρα του να κάτση να συλλογιστή κι αυτός. — Παιδί; τώρα πίσωπίσω παιδί; Άντρας εικοσιδυό χρονών και θα μου τον πης παιδί! — Όχι δα και συ εικοσιδυό χρονών! κοντεύεις να τον κάμης γέρο από τώρα! Το σαραντάημερο θα κλείση τα είκοσι. — Ας είνε και είκοσι. Τώρα τα παιδιά στα δεκαπέντε παύουν να είνε παιδιά· τρέφουν φαμελιές.

Τοιαύται ήσαν αι αρχαίαι Ελληνίδες! Έχοντες δε οι προπάτορες ημών τοιαύτας μητέρας, δικαίως διεκρίθησαν υπέρ παν άλλο έθνος διά την μεγίστην φιλοπατρίαν των. Αι μητέρες, ουχί μόνον νήπια τρέφουν τα τέκνα των, αλλά και πρώτοι διδάσκαλοι, και πρώτοι παιδαγωγοί αυτών είναι. Αι δε πρώται εντυπώσεις, τας οποίας εις την τρυφερωτέραν ηλικίαν λάβωσι τα παιδία, κανονίζουν ολόκληρον τον βίον αυτών.

Κ' εγώ στον καλογυρισμό θα νάβγω στο καρτέρι, Να σας διπλώσω τα καυκιά και τα κρασοποτήρια. Όλα του Ολύμπου τα χωριά, όλα κοράσια τρέφουν Κοράσια σαν το κρύο νερό και της αυγής την στάλλα.

Όμως ποντικοί κι άλλα των αλλών τώρα επτά χρόνια τρέφουν τον τρελλόν Φυλάξου από αυτόν, που με κυνηγά. Ησύχασε, δαιμόνιον! Σιώπα! ΓΛΟΣΤ. 'Σ αυτήν εδώ την συντροφιάν κατήντησες, αυθέντα; ΕΔΓΑΡ Είναι τρανός και φοβερός ο βασιλεύς του σκότους. Μοδόν τον λέγουν και Μαχού! ΓΛΟΣΤ. Αυθέντα, τα παιδιά μας, η σάρκα και το αίμα μας, επήραν κακόν δρόμον και κατατρέχουν τους γονείς!

Αφού δε του απήντησα εις όλα ταύτα, μου είπε• Δεν μου λες, Μένιππε, και περί εμού τι ιδέαν έχουν οι άνθρωποι; Ποίαν άλλην, δέσποτα, απήντησα, παρά ότι είσαι ο βασιλεύς όλων των θεών και τρέφουν διά σε τον μεγαλείτερον σεβασμόν; Μη αστειεύεσαι, μου είπε, διότι γνωρίζω καλά και χωρίς να μου το πης πόσον αρέσκονται εις τας μεταβολάς.

Αλλά μήπως και ο Αριστογείτων, ο οποίος ήτο μικράς τάξεως και πτωχός, ως ο Θουκυδίδης λέγει, δεν ήτο παράσιτος του Αρμοδίου και συγχρόνως εραστής; Διότι επόμενον είνε οι παράσιτοι να είνε και ερασταί εκείνων οι οποίοι τους τρέφουν.

Διά να επαρκώμεν εις τας καθημερινάς ανάγκας και διά να συμπληρώνωμεν τα κενά, περιοριζόμεθα εις μόνα τα μέσα τα οποία είχαμεν ερχόμενοι ενταύθα, διότι αι σύμμαχοι πόλεις, η Νάξος και η Κατάνη, ουδεμίαν συνδρομήν δύνανται να μας δώσουν· εις τρόπον ώστε, εάν εις τους εχθρούς προστεθή και άλλη μία ευτυχία, εάν παραδείγματος χάριν, αι πόλεις της Ιταλίας αι οποίαι μας τρέφουν, βλέπουσαι εις ποίαν κατάστασιν ήλθαμεν και ότι δεν μας πέμπετε επικουρίας, ενωθούν μετ' αυτών, θέλουν τότε κερδίσει τον πόλεμον αμαχητί, καθότι θα αναγκασθώμεν να παραδοθώμεν.

Καλά, γράφει στίχους, το εκατάλαβα αλλά τι έργον έχει; πώς ζη; Οι στίχοι του δεν πιστεύω να τον τρέφουν. — Πουλεί τα βιβλία του, όταν εύρη αγοραστάς, δανείζεται από κανένα, ο οποίος δεν του εδάνεισε άλλην φοράν, γράφει γράμματα συγκινητικά . . . — Τι να του ειπώ του παιδιού, αφέντη, που στέκει έξω; ερωτά δειλώς διακόπτων ο υπηρέτης. — Νά! απαντά ο Περδίκης μεγαλοπρεπώς.

Αλλ' όταν λέγω πατρίδα, επρόσθεσεν ο γέρων, δεν εννοώ την κωμόπολιν, ή το χωρίον, ή την πόλιν, ή την επαρχίαν, εις την οποίαν εγεννήθημεν. Τα μήλα της μηλέας δεν είναι προϊόντα τούτου ή εκείνου του κλώνου ή του κλάδου αυτής· είναι καρποί ενός και του αυτού δένδρου, όσον πολλαί και αν ήναι αι ρίζαι, αίτινες τα τρέφουν, όσον διάφοροι και αν ήναι οι κλάδοι ή οι κλώνοι, οίτινες τα φέρουν.