United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε καιτα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε, κ' εγύρισεν εις το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα· κ' οι δούλοι έφθασαν έπειτα του θείου Οδυσσέα.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Τρομερέ, δεν επαίρομαι, και δεν καταφρονώ σε, ούτε ξενίζομαι πολύ· καλά σε ξεύρ' ως ήσουν, 175 καράβι ότε μακρύκουπο σε πήρε απ' την Ιθάκη. αλλ' έξω από τον θάλαμο, βυζάστρα, να του στρώσης την στερεωμένη κλίνη του, 'που 'χε ποιήσει εκείνος· κ' έξω αφού μεταφέρετε την στερεωμένην κλίνη, προβειαίς, παπλώματα λαμπρά, και χλαίναις, να μη λείψουν». 180

Είπε, μα δεν τους ξάκουσε τη δέηση η Παλλάδα. Έτσι οι αρχόντισσες λοιπόν θερμοπερικαλιούνταν, κι' ο Έχτορας τότε έφτανε στον πύργο τ' Αλεξάντρου, πού' χε τον μόνος του έξοχο φτιασμένο με μαστόρους τους πιο καλούς που βρίσκουνταν στην Τροία τότε χτίστες 315 που σάλα τούφτιασαν κι' αβλή και τούφτιασαν γιατάκι μες στο καστρί, στου Έχτορα σιμά και στου Πριάμου.

Είπα, κ' ευθύς απάντησι μου έδωσεν εκείνος• 440 «όθεν και συ της γυναικός ποτέ μην ήσαι πράος, και αυτής μην όλα, όσα καλά γνωρίζεις, φανερώσης• λέγε της κάποια, και άλλ' αυτής να τα κρατής κρυμμένα. όμως απ' την γυναίκα σου συ φόνον μη φοβήσαι• παρά πολύ 'ναι συνετή, άπειραις χάραις έχει 445 η Πηνελόπ' η φρόνιμη, κόρη του Ικαρίου. νηόνυμφη την αφίναμε την ώρα, οπού μαζή σου εβγήκαμε εις τον πόλεμο, καιτα βυζί 'χε βρέφος, 'πουτων αδρών τώρα, θαρρώ, τον αριθμό καθίζει. ο ευτυχής! θα τον ιδή γερνώντας ο πατέρας, 450 και τον πατέρα, ως πρέπει, αυτός θα σφίξηταις αγκάλαις και τον υιόν μου εγώ να ιδώ δεν μ' άφησε η δική μου, τα μάτια μου να τον χαρούν, αλλ' έκοψέ με πρώτα.

Είπε και τ' άρματ' έδωκε των δούλων κ' ενώ κείνοιτο δώμα μέσα επήγαιναν, αυτός μέσατον κήπον 220 πολύδενδρον, την δοκιμή να κάμη, προχωρούσε. τον κήπον καταιβαίνοντας δεν ηύρε τον Δολίον, ουδέ των δούλων εύρηκε κανένα ή των παιδιών του· αναχωρήσ' είχαν αυτοί, λιθάρια να συνάξουν φράχτην του κήπου, και οδηγόςαυτούς ο γέρος ήταν. 225 και μόνον τον πατέρα τουτο πρόσχαρο κηπάρι ηύρε, οπού κάποιο σκάλιζε φυτό· φορούσε αχρείον ραπτόν χιτώνα λιγδερόν, και βωδιναίς κνημίδαις, όπως μην αγκαθίζεται, 'ς ταις κνήμαις είχε δέσει· από τους βάτους φύλαγε τα χέρια με χειρίδαις, 230 και, ως έτρεφε την λύπη του, γίδινο εφόρει κράνος. τον είδεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας κομμένον απ' τα γερατειά, 'ς την θλίψι βυθισμένον, κ' εις μέγα δένδρον απιδιάς εστάθηκε να κλαίη. και να μετρήση εβάλθηκετου λογισμού τα βάθη, 235 αν θ' αγκαλιάση τον γλυκόν πατέρα κ' ευθύς όλα να του ειπή, πώς έφθασετην γη την πατρική του, ή μ' ερωτήματα πολλά να δοκιμάση πρώτα. και τούτο συμφερώτερο του φάνηκε αφού 'σκέφθη, με λόγια πρώτα εγγικτικά την δοκιμή να κάμη. 240 μ' αυτήν την γνώμη σίμωσεν ο θείος Οδυσσέας· και το φυτόν ο γέροντας ξελλάκκιζε σκυμμένος·το πλάγι τον προσφώνησεν ο ένδοξος υιός του· «Ω γέρε, δεν είσ' άτεχνος καλλιεργητής του κήπου· περιποιείσ' όλα καλά·το κλείσμ' αυτό δεν είναι 245 ένα δενδρούλι, μια συκιά, κλήμ' ένα, μι' ελαία, μί' απιδιά, μία βραγιά, μη περιποιημένη. και άλλο τι εγώ θε να σου ειπώ, και μηεμέ θυμώσης· συ είσαι απεριποίητος· σιμά 'ς τ' άτερπνο γήρας έχεις το σώμα ρυπαρό και φορείς ρούχ' αχρεία· 250 ο κύριος δεν σ' αμελεί, καλός ως είσ' εργάτης. καθόλ' ό,τ' είναι δουλικό με σέ δεν ταιριάζει, και από μορφή και ανάστημα συ δείχνεις βασιλέας, οποίος είναι, αφού λουσθή και φάγη και πλαγιάση εις κλίνην μαλακώτατην, ως πρέπει των γερόντων. 255 αλλ' έλα τώρα, λέγε με μ' αλήθεια, τίνος είσαι δούλος, και τίνος γεωργείς τον κήπον, οπού βλέπω; και τούτο ακόμη να μου ειπής, αν είναι αυτή τωόντι η Ιθάκη, εδώ 'που φθάσαμεν, ως μου 'πεν από τώρα άνθρωπος, 'που μ' απάντησεν, ενώ δω πέρ' ερχόμουν, 260 όχι πολύ νοητικός, αφού να ειπή, ν' ακούση το κάθε τι, δεν έστεργεν, ενώ τον ερωτούσα ο ξένος μου τι γίνεται, 'ς τους ζωντανούς αν ήναι, ή απέθανε κ' ευρίσκεταιτην κατοικιά του Άδη. ότι άκου τώρ' ό,τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου· 265 άνδρα εγώ ξένισ' άλλοτε, 'ς την γη την πατρική μου, οπ' είχε' έλθειτο σπίτι μας· και απ' όσους ξένους είδατο δώμα μου ασπαστότερος άλλος θνητός δεν ήλθε· απ' την Ιθάκη κήρυττε το γένος και πατέρα τον Αρκεισιάδην έλεγεν ότ' είχε, τον Λαέρτη. 270το σπίτι μου τον πήρα εγώ κ' εκαλοξένισά τον. αφού 'χε απ' όλα τα καλά το δώμα μου αφθονία. αρμόδι' ακόμη του 'δωκα φιλοξενίας δώρα· επτά του 'δωκα τάλαντα, χρυσόν τεχνουργημένον· του χάρισα ολοπλούμιστον ολάργυρον κρατήρα, 275 και χλαίναις μοναίς δώδεκα, και τάπηταις ομοίως, και τόσ' επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώναις, κ' έξω από τούτα τέσσεραις, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτραις, γυναίκαις ωραιόταταις, ως διάλεξεν εκείνος».

Αυτά 'πε και η χρυσόθρονη Ηώτον κόσμο εφάνη• κ' ήλθεαυτούς ο μαχητής Μενέλαος 'που 'χε αφήσει την κλίνην, οπού επλάγιαζε και η λαμπροκόμη Ελένη. τον είδ' ο περιπόθητος υιός του Οδυσσέα• με βία τον ολόλαμπρον χιτώνα ευθύς ενδύθη, 60 το μέγα φόρεμ' έρριξεν εις τους ανδρείους ώμους ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, ο ήρωας Τηλέμαχος, κ' εβγήκε, κ' είπ' εκείνου• «Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, είν' ώρατην γλυκειά μου πατρίδα να με στείλης• 65 ότ' ήδη ολόψυχα ποθώ να ιδώ τα γονικά μου».

Όθεν των Νορβηγών ο γέρος βασιλέας, περίχαρος, του δίδει δώρο τρεις χιλιάδαις κορώναις χρονικώς, και διαταγήν ακόμητων Πολωνών τα μέρη να ριχθή μ' εκείνους τους άνδραις, 'πού 'χε, ως είπα πριν, στρατολογήση. Και σε παρακαλεί, καθώς εδώ σου γράφει

Μα εγώ σε στενοχώριες πέφτω σήμερα βαρειές, βλέποντας εικοσαριές να τραβάη το φεγγάρι, γιατ' οι τόκοι δρόμο παίρνουν. — Παιδί! άναφ' το λυχνάρι, φέρε το κατάστιχό μου, να το πάρω να διαβάσω πού χρωστάω, και τους τόκους να τους καλολογαριάσω. Φέρε το λοιπόν εδώ και τα χρέη μου να ιδώ. Αλλοί! κάλλιο να το 'χε πάρη μέσα στο μάτι ένα λιθάρι!

Είπε και ξίφος άρπαξε με το δεξί του χέρι, 'που το 'χε ρίξ' ο Αγέλαος, οπότ' εξεψυχούσε, χάμαι· μ' εκείνο του 'κοφτε το σνίχι μες την μέση, κ' ενώ 'μιλούσε κύλησετο χώμα η κεφαλή του. Την μαύρη μοίρα ξέφυγεν ο αοιδός Τερπιάδης 330 Φήμιος, 'που βιαζόμενος τραγούδα των μνηστήρων.

αφίνω, και μισεύω, ολόχρυσο πουλί· Βαριά που με πλακόνει παράπονο πολύ. Τρέμει η καρδιά μου, δαίρει, ανήσυχη βαρεί· Ο τόπος που 'χε πρώτα, μου λέει, δεν τη χωρεί. Ο νους μου στο κεφάλι δε θέλει να σταθή, Κοντά σου γύραις φέρει, κι' εσέν' ακολουθεί. Χαμένος οχ τη γνώσι το δρόμο περπατώ, Εδώ κι' εκεί κυττάζω, να σε ιδώ ζητώ. Κινιούμαι, κοντοστέκω με ζάλης ταραχή.