United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις εκείνας έλεγεν ότι η νύμφη της δεν τας θέλει να έρχωνται και ότι είνε μία παράξενη, μία ανάποδη... Εις ταύτην παρίστα ότι η μήτηρ της και αι αδελφαί της την εδυσφήμουν πάντοτε, και διά τούτο τας κατηράτο εξ όλης ψυχής. «Η λοχεμμέναις, η στερεμμέναις, η αχρόνιασταις. Αντί να χαρούν που 'μπήκε σε τέτοιο σπίτι η αδελφή τους, την εζηλοφθονούσαν...» κτλ.

Ε πόσο δα θα ευφρανθή ο Πρίαμος, κ' οι υιοί του, Και θα χαρούν πάρα πολλά κι' οι άλλοι Τρωαδίτες, Αν μάθουν όλα τούτα σας, και ότι πολεμηέσθε Εσείς των Δαναών οι πρώτ' εις ταις βουλαίς και μάχαις. Πεισθήτε όμως, ότ' οι δυω νεώτεροί μου είσθε. Εγώ συνέζησα ποτέ μ' άνδρας καλλίτερούς σας, Κ' εκείν' εμένα πώποτε δεν με καταφρονούσαν.

Όσοι καταφρονούν τη γλώσσα μαςαν είναι και τέτοιοιθα χαρούν και κείνοι, γιατί τουλάχιστο θα μάθουν τι είναι αφτή η γλώσσα που καταφρονούν και δε θα την κατηγορούν πια χωρίς να την ξέρουν. Ο λόγος είναι να πάρη κανείς τους κοινούς τύπους και να τους βάλη όλους με τη σειρά τους.

Αλήθεια, να στείλης από το πρωί τα παιδιά, τα μισάτην αδελφή μου, και τα μισάτη μάννα σου. — Γιατί; — Νάχωμε λίγην ησυχία αύριο . . . θάχωμε ομιλίαις που δεν είνε για παιδιά. — Τα καϋμένα! δεν τ' αφίνεις και αυτά να χαρούν; — Έχουν καιρό να χαρούν! επέμεινε λέγων, σκαιότερον ή κατ' αυτόν, ο Δημήτρης. Κάμε αυτό που σου λέω. — Καλά.

Αμέ τα βουνά εκείνα της Αττικής, που τάβλεπα πρώτη φορά στην Κηφισιά και δεν μπορούσα να τα χορτάσω, πού θα τα χαρούν τα μάτια μου τώρα που φέβγω; Όταν ο ήλιος βασιλέβει, πέρα πέρα, τα βουνάκια ροδοσκοτεινιάζουν αράδα αράδα, το ένα πίσω από τάλλο, λες πως πλαγιάζουνε να κοιμηθούνε· το τελεφταίο το βουνάκι, κάτω κάτω, που φαίνεται μόλις, τόχει ψιλή καταχνιά κουκκουλωμένο και δεν μπορείς να καταλάβης αν είναι σύννεφο, αν είναι βουνό.

Έτσι είπε, κι' όχι ο βασιλιάς δεν τούπε ο Αγαμέμνος, 895 Μον του Μηριόνη τούδωκε το χάλκινο κοντάρι· και πήρε αφτός το πλουμιστό λεβέτι, και του κράχτη Ταρβύθη τόδωκε έπειτα ναν του τα πάει στα πλοία. Και τα παιχνίδια πια σκολνούν, και γύρω στα καράβια σκορπούν τα πλήθη εδώ κι' εκεί, και νιάζουνται να φάνε κι' ύπνο γλυκόνε να χαρούν.

Είπε, τον επλησίασε και τον εκαλοδέχθη με την δεξιά, και του 'λεγε με λόγια πτερωμένα· «Πατέρα ω ξένε, χαίρε μου· καλαίς να ιδής ημέραις καν εις το εξής· τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη. 200 πάτερα Δία, ποιος θεός ολέθριος είν' ως είσαι; αφού τους γέννησες εσύ, τους άνδραις δεν λυπείσαι και τους βυθίζειςάμετρη φρικτή ταλαιπωρία. ίδρωσα ως σ' είδα, εδάκρυσα, ενώ τον Οδυσσέα αμέσως ενθυμήθηκα, διότι, θαρρώ, και κείνος 205 μ' όμοια ράκη επάνω τουτον κόσμο παραδέρνει, αν είναι ακόμητην ζωή, του ηλιού το φως αν βλέπει· και αν εις τον Άδη ευρίσκεται, αχ! ορφανόν μ' αφήκε ο ισόθεος Οδυσσέας μου, 'που νέον ταις δαμάλαις να επιστατήσω μ' έβαλετην γη των Κεφαλλήνων· 210 γίνονται τώρ' αμέτρηταις, ουδέ βοσκός πότ' είδε τόσον η πλατυμέτωπαις δαμάλαις να πληθύνουν. και προσταγμένος φέρνω ταις να ταις χαρούν οι ξένοι, 'που το παιδίτο σπίτι του δεν σέβονται, ουδέ τρέμουν την θείαν δίκην, ότι αυτοί να μοιρασθούν ζητούσι 215 του βασιλέα τα καλά τον πολυεξωρισμένου. και μες τα βάθη της ψυχής τούτο γυρίζει ο νους μου πολύ συχνά· μέγα κακόν, ενώ σώζετ' υιός του, να φύγω, να ξενιτευθώ, μαζή με ταις δαμάλαις· αλλά πάλι χειρότερο, να μένω αυτού ταις ξέναις 220 δαμάλαις να φυλάσσω εγώ με πόνο της ψυχής μου. θα 'χα προσφύγει από καιρόν εις μέγαν βασιλέα άλλον, ότ' είναι αβάστακτα κείνα οπού βλέπω πλέον· αλλ' ακόμη τον άμοιρον στοχάζομ', ίσως έλθη κάπουθε, καιτα δώματα σκορπίση τους μνηστήραις». 225

Αυτός λοιπόν εκάθησε σιμά εις τον Κρονίδην Μεγαλοκαμαρόνοντας· και τον εφοβηθήκαν Αυτ' οι αθάνατοι θεοί· και πλέον δεν τον δέσαν. Εκείνα τώρα θύμισ' τον, και κάθησε σιμά του· Και πιάσ' τον απ' τα γόνατα, και παρακάλεσέ τον, Τους Τρωαδίτας, αν δεχθή· διά να βοηθήση, 'Σταις πρύμναις καιτην θάλασσαν τους Αχαιούς να διώξουν, Σκοτόνοντας, για να χαρούν τον βασιλέα όλοι.