United States or Oman ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι είπε, κι' όχι ο βασιλιάς δεν τούπε ο Αγαμέμνος, 895 Μον του Μηριόνη τούδωκε το χάλκινο κοντάρι· και πήρε αφτός το πλουμιστό λεβέτι, και του κράχτη Ταρβύθη τόδωκε έπειτα ναν του τα πάει στα πλοία. Και τα παιχνίδια πια σκολνούν, και γύρω στα καράβια σκορπούν τα πλήθη εδώ κι' εκεί, και νιάζουνται να φάνε κι' ύπνο γλυκόνε να χαρούν.

Τα βόλεψες τάλογα, Θανάση; Κι άλλα θα χρειαστούμε για τα προικιά, μα στέλνουμε τον Κεριάκο απόψε και μας τα φέρνει από τη χώρα. Εσύ τώρα να πας στα παιχνίδια. Θανάσης. Να μας ζήσης που μας τα τέλειωσες μια χαρά. Κ' είταν ώρα μας μα το ναι, γιατί ο κόσμος όξω μας την πάντρευε κιόλας με τον έναν και με τον άλλον. Κωστ.

Ενός σοφού δασκάλου η κυρά, που ήτο κι' από κόρη μαθημένη εις έρωτας και χάδια τρυφερά, τα ήθελε και τώρα 'παντρεμμένη . . . η καϋμένη! Και του δασκάλου 'ζάλιζε τ' αυτιά για τα παιχνίδια, τούλεγε, πεθαίνω . . . όμως αυτός, δεν ένοιωθε φωτιά, τα λεξικά τον είχαν κρυωμένο . . . τον καϋμένο!

Ήπιε κ' η Βασιλική και ξανάπιε μαζί με την περουνιά που συνηθίζουν εκεί και προσφέρνουνε στις γυναίκες με το κρασί. — Γυναίκα, φωνάζει άξαφνα ο Μιχάλης, καθεμέρα τέτοιο ξεφάντωμα δε γίνεται. Τα Παιχνίδια! Νάρθουν και τα Παιχνίδια!

Τότε ο κύκλος των γυναικών ξανάνοιξε, έγινε πάλι μια σειρά, προχώρησε να συναντήσει τον ξένο, όπως στα παιδικά παιχνίδια, τον περικύκλωσε, τον πήρε και τον έκλεισε μέσα του.

Τίποτις δεν τόχει η μαριόλα εκείνη η μικρή με τη χοντρή την πλεξούδα, το σιγανό το ποτάμι που κάθεται τώρα κι ακούγει την κερά Φρόσω που συντυχαίνει για τον αρραβώνα του Ζανή του περιβολάρη, τίποτις δεν τόχει ναρχίση να δηγάται στην πρώτη συνομίληκη που ανταμώση, το τι έτυχε πέρσι σαν παντρεύουνταν η μεγάλη της αδερφή, τότες που άκουσε ο Ζανής από το στρώμα του μια πρωινή τα παιχνίδια και περνούσανε για το νίψιμο του γαμπρού, κι από τη βιάση του να δη την παρέα έτρεξε μισόγυμνος στο παράθυρο.

Τι γελάτε εσείς, μαριολοκόριτσα. που ο νους σας είνε πιώτερο στους γαμπρούς παρά στις νύφες; τάχα να σώθηκαν τα τραγούδια σας; Εσένα νύφη πρέπει σου κορώνα στο κεφάλι. Κωστ. Ακόμα εσείς; Έρχουνται τα παιχνίδια. Ο γαμπρός και η παρέα στην εκκλησιά. Πάνε να καούν οι μισές λαμπάδες. Γαρουφ. Ένα τραγούδι ακόμα, κυρ Κωσταντάκη, και τελειώνουμε. Είνε της μάννας αυτό το τραγούδι. Κωστ.

Των παιδιών ταιριάζουν κυνήγια, παιχνίδια, περίπατοι, και να ρίχνουν στο σημάδι και να πηδούν στις τρεις, και να παραβγαίνουν στο τρέξιμο και στο κολύμπι, και να παλεύουν, και να ρίχνουν το λιθάρι, και να καβαλικεύουν άλογα. Άμα τα παιδιά δεν τα κάνουν αυτά μονάχα τους, πρέπει οι γεροντότεροι να τους κεντούν και να τους σπρώχνουν σ' αυτά.

Αμέ ο Παλαμάς; Να τα ξαναπώ πάλε; Και κείνος στη γλώσσα παραπάνω να πρόσεχε, να την καλλιεργούσε, να την πάστρεβε, θα μας έφτειανε αριστουργήματα. Μήπως δεν είναι και δυο τρεις άλλοι που πολύ νόστιμα γράφουν, ο Στεφελίδης κι ο Μήτσος ο Χατζόπουλος; Άλλα πάλε μπορεί και να μην αξίζουνε. Λόγου χάρη, του Μιτσάκη η Φιλολογική σελίδα δε μου πολυάρεσε· είναι παιχνίδια.

Ένα και μονάχο στολίδι το φύλαγε ακόμα η πατρίδα του Περικλή και του Πλάτωνα, τα δοξασμένα της μνημεία και τη χαριτωμένη της γλώσσα που διδάσκουνταν ακόμα, και βέβαια και θα μιλιότανε μέσα στον «κύκλο» με κάποια αττική χάρη. Όλα της τάλλα είτανε φαντάσματα, ίσκιοι και πυροτεχνήματα, σαν και κείνα που βλέπουμε να παρασταίνουν πολέμους, παράταξες και τέτοια, θεατρικά μάλλους λόγους παιχνίδια.