United States or Uganda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε και τον ταλαίπωρον τον ξένον ωδηγούσετο σπίτι του, και άμ' έφθασαντο υπέρλαμπρο παλάτι, 85 εις ταις καθήκλαις έστρωσαν καιτα θρονιά χλαμύδαις, καιτα καλόξυστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν. και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι, και τους εφόρεσαν δασειαίς χλαμύδαις και χιτώναις, εβγήκαν από τα λουτρά καιτα θρονιά καθίσαν. 90 και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην χύν', εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθούν• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει, και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. 95 απέναντ' η μητέρα του, 'ς τον στύλο του μεγάρου, αναπαυμένητο θρονί, λεπτά 'κλωθε μαλλία. άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη• 100 «Τηλέμαχε, 'ς τ' ανώγι μου θ' αναίβω να πλαγιάσωτην κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζω απ' ότε για την Ίλιον εκίνησ' ο Οδυσσέας με τους Ατρείδαις• αχ! σκληρέ, να μου ειπής δεν θέλεις, 'ς το δώμα τούτο πριν φανούν οι απόκοτοι μνηστήρες, 105 άκουσμα της επιστροφής αν έχης του πατρός σου».

Είπε και επροπορεύθηκε, κ' η Αθήνη αυτού κατόπι• 125 και εις το παλάτι το υψηλόν άμ' ήλθαν μέσα, εκείνοςτον μακρύ στύλο κολλητά έστησε το κοντάριτην θήκη την καλόξυστην, όπ' άλλα πολλά ήσαν του στερεόκαρδου Οδυσσηά στημένα εκεί κοντάρια. και αυτήν εκάθισ' εις θρονί, 'π' έστρωσε με σινδόνι, 130 κ' ήταν ωραίο, τεχνικό και είχεν υποπόδι• πήρε και αυτός λαμπρό σκαμνί σιμά της, των μνηστήρων μακράν, μήπως ο θόρυβος τον ξένον ενοχλήση, και το τραπέζι βαρεθή, αν έσμιγε μ' αυθάδεις, και όπως για τον πατέρα του, οπού 'λειπε, ερωτήση• 135 και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθούν, κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει, και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. 140 και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει• συχνάαυτούς και ο κήρυκας έρχονταν και τους κέρνα.

Τίποτις δεν τόχει η μαριόλα εκείνη η μικρή με τη χοντρή την πλεξούδα, το σιγανό το ποτάμι που κάθεται τώρα κι ακούγει την κερά Φρόσω που συντυχαίνει για τον αρραβώνα του Ζανή του περιβολάρη, τίποτις δεν τόχει ναρχίση να δηγάται στην πρώτη συνομίληκη που ανταμώση, το τι έτυχε πέρσι σαν παντρεύουνταν η μεγάλη της αδερφή, τότες που άκουσε ο Ζανής από το στρώμα του μια πρωινή τα παιχνίδια και περνούσανε για το νίψιμο του γαμπρού, κι από τη βιάση του να δη την παρέα έτρεξε μισόγυμνος στο παράθυρο.

Ο Αλκίνοος τούτ' ως άκουσεν από το χέρι επήρε αμέσως τον πολύγνωμον ανδρείον Οδυσσέα, και απ' την γωνίστρατο θρονί τον κάθισεν, απ' όπου σήκωσε τον Λαοδάμαντα, τον ανδρικόν υιόν του, 170 οπού σιμά του εκάθιζε, τον πολυαγαπημένον. και νίψιμο η θεράπαινα φέρει και από προχύτην του χύνει, εύμορφον, χρυσόν, εις αργυρή λεκάνη, για να νιφθή• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός του• η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, 175 και απ' όσα φαγιά φύλαγεν, άφθονα του προσφέρει. έτρωγεν ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας• και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα• «Ποντόνοε, συγκέρνα εις τον κρατήρα το κρασί, και μοίρασέ το εις όλους ολόγυρα, όπως κάμουμε σπονδαίς του βροντοφόρου 180 Διός, οπού τους σεβαστούς ικέταις συνοδεύει».

Είπε, τον πέπλο του 'δωσε• τον δέχθη αυτός κ' εχάρη• 130 και όλα τα επήρε κ' έθεσεν ο ήρωας Νεστορίδης εις τ' αμαξιού τον κάλαθο, κ' εθαύμασε τα δώρα. τότε ο ξανθός Μενέλαοςτο δώμα τους ωδήγα• και εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθήσαν όλοι αράδα. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην 135 ωραίον χύνει ολόχρυσονολάργυρη λεκάνη, • για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους• και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, και απ' όσα φαγιά φύλαγε περίσσα τους προσφέρει, έκοπτε και όλα εμέραζε τα κρέατ' ο Βοηθοίδης, 140 και τους κερνούσεν ο υιός του ενδόξου Μενελάου. άπλωσαν κείνοιτα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους• και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, ευθύς τότε ο Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης έζεψαν, και άμ' ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι 145 τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν, αφήκαν. κατόπιν ήλθεν ο ξανθός Μενέλαος Ατρείδης, κ' είχε κρασί γλυκύτατοολόχρυσο ποτήριτο δεξί χέρι του, λοιβαίς να κάμουν πριν κινήσουν. και ολόρθος εις τ' αμάξι εμπρός επρόπιε κ' είπε• «Ω νέοι, 150 χαίρετε, και του Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων, το χαίρε ειπήτε• ότιεμέ γλυκός ήταν πατέρας, όσον επολεμούσαμεν οι Αχαιοίτην Τροία».