United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ερωτηθείς δε μίαν φοράν, ποίος εκ των φιλοσόφων του αρέσει, είπε• Όλοι είνε θαυμαστοί• αλλ' εγώ λατρεύω τον Σωκράτην, θαυμάζω τον Διογένην και αγαπώ τον Αρίστιππον. Έζησεν εκατόν σχεδόν έτη, χωρίς νοσήματα και λύπας, χωρίς να ενοχλήση ή να ζητήση παρά κανενός τίποτε, χρήσιμος εις τους φίλους και ουδένα αποκτήσας ποτέ εχθρόν.

Παραιτούσα το γράψιμο κι άφινα το Σβεν να μ' ενοχλήση όσο ήθελε. Και χαίρουμαι τώρα γι' αυτό. Εδώ έξω τραγουδούσε ο μικρός Σβεν, όπως έκανε κι όλον το χειμώνα και βέβαια η Έλσα για χάρη δική του καθαυτό επίμενε και πήραμε το πιάνο μαζί μας στην εξοχή.

Ο Τρέκλας είχεν εκλέξει την στιγμήν καθ' ην αι μοναχαί έμελλον να καθίσωσιν εις την τράπεζαν, ώστε αναβαίνων χανδόν και μετά του συνήθους αυτώ υποσκασμού τας τρεις κλίμακας, δεν εφοβείτο μη συναντήση μοναχήν τινα δυναμένην να ενοχλήση αυτόν, και να τον ερωτήση πού διηυθύνετο. Ότε έφθασεν ενώπιον της κλειστής θύρας του δευτέρου δωματίου, ο Τρέκλας υπέστη συναίσθημά τι αόριστον.

Αλλά τι άλλο τον βλέπετε να κάνη όλοι οι κατοικούντες εις το σπήτι; Άμα νυκτώση, είπεν ο Ευκράτης, ο Πέλιχος κατεβαίνει από το βάθρον του και περιφέρεται εις το σπήτι, τον συναντούν δε όλοι και ενίοτε τον ακούουν να τραγουδή, αλλά δεν επείραξε ποτέ κανένα• πρέπει μόνον οποίος τον συναντά να παραμερίζη, αυτός δε περνά χωρίς να ενοχλήση τον συναντώμενον.

Είπε και επροπορεύθηκε, κ' η Αθήνη αυτού κατόπι• 125 και εις το παλάτι το υψηλόν άμ' ήλθαν μέσα, εκείνοςτον μακρύ στύλο κολλητά έστησε το κοντάριτην θήκη την καλόξυστην, όπ' άλλα πολλά ήσαν του στερεόκαρδου Οδυσσηά στημένα εκεί κοντάρια. και αυτήν εκάθισ' εις θρονί, 'π' έστρωσε με σινδόνι, 130 κ' ήταν ωραίο, τεχνικό και είχεν υποπόδι• πήρε και αυτός λαμπρό σκαμνί σιμά της, των μνηστήρων μακράν, μήπως ο θόρυβος τον ξένον ενοχλήση, και το τραπέζι βαρεθή, αν έσμιγε μ' αυθάδεις, και όπως για τον πατέρα του, οπού 'λειπε, ερωτήση• 135 και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτη χύνει, εύμορφον, ολόχρυσο, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθούν, κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει, και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. 140 και κρέατα κάθε λογής εις τα πινάκια φέρνει ο μοιραστής, και ολόχρυσα ποτήρια παραθέτει• συχνάαυτούς και ο κήρυκας έρχονταν και τους κέρνα.

Το απόγεμα βγήκε όξω στον κήπο και την άκουσα που τραγουδούσε μόνη κάτω από τα παράθυρά μου με λαγαρή, ολόδροση φωνή. Έπειτα από λίγη ώρα ήρθε μέσα μ' ένα μπουκέτο αγριολούλουδα, όπου η καλοκαιρινή χλωρίδα έσμιγε όπως σμίγουν οι τόνοι σ' ένα τραγούδι. Τα έβαλε αμίλητη απάνω στο τραπέζι μου και χαμογέλασε σιωπηλά, για να μη μ' ενοχλήση στην εργασία μου.

Βλέπω πως με ακολουθείτε, όπως το συνειθίζουν μερικές γυναίκες, απ' τις οποίες σας πίστευα πιο περήφανη . . . Δε ήρθα να μείνω, ούτε να σας ενοχλήσω πια. Ήρθα να σας δώσω για τελευταία φορά το χέρι μου, στην παραμονή ενός μεγάλου ταξιδιού μου. Αν σας πειράζη κι' αυτό, με συγχωρείτε για την ενόχληση που σας έδωκα. Χαίρετε. ΦΛΕΡΗΣΔεν είπα αυτό, δε σας διώχνω. Είπα πως κάματε...

Αλλά και η ίδια η Μαργή δεν θα εδέχετο να την ενοχλήση εκ νέου και ήτον καλή να του σπάση την κεφαλή με πέτρα. — Δεν πειράζει, είπεν ο Μανώλης μειδιών και κοκκινίζων συγχρόνως. Εγώ θέλω να μου τη σπάση. H πέτρες τση θάνε απαλές σαν και τα χεράκια τση. — Έλα στο νου σου, Μανώλη, του είπεν η Καλιώ προσπαθούσα να φανή αυστηρά, ενώ ενδομύχως δεν την δυσηρέστησεν η τόλμη του Μανώλη.

Δεν είχα το θάρρος, ύστερα απ' τη διαγωγή μου προς εσένα. Δε σημαίνει. Τίποτε δεν έχει πια σημασία. Άκουσέ με, Τάσσο, πριν φύγω από κοντά σου, θέλω να σου πω το σκοπό που μ' έφερε εδωπέρα. Τότε θα με συχωρέσης γιατί σου έδωκα μιαν ενόχληση κ' ένα φόβο, που δεν έπρεπε να σου το δώσω. Και θα με λυπηθής ίσως. Η λύπη του κόσμου είναι η τελευταία καλοσύνη του για τις γυναίκες σαν κ' εμένα.

Και ήτο αληθινά αξιαγάπητος η κυρά Λιμπέριαινα, μία γυναίκα φιλάσθενος, κοντή και ξηραγγιανή, μία γερόντισσα, να είπωμεν, πλέον, οπού επέρασε την ζωήν της πολύ σεμνά και πολύ ταπεινά, χωρίς να ενοχλήση εις το παραμικρόν ποτέ τον άλλον.