United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ίσως σαυτή την επιμονή της δεν έλειπε κη έχθρα της για την άρρωστη. Σα νάθελε, θαρρούσες, να την ενοχοποίηση μαυτό τον τρόπο και να δικαιολογήση το μίσος της. Και συνάμα έτρεμε μήπως βεβαιωθή αυτό που επίμενε να φοβάται. Κοντά στάλλα, η μητέρα μου έβαλε και μου διάβασαν τον Κυπριανό, ένα βιβλίο θρησκευτικό και μαγικό μαζή.

Ο Αριστόδημος ήθελε σώνει και καλά να βάλουν στην τραπεζαρία και το άγαλμα της Δόξας. Έτσι θα τόβλεπαν όλοι οι καλεσμένοι και θα τους καθόταν καρφί στα μάτια. — Ηθέλησαν να μας δείξουν τα πλούτη τους· να τους δείξουμε και ημείς τα ιδικά μας. — Μα τώρα θα μας μάθουνε! τούλεγε μαλακά ο Δημητράκης· τη Δόξα μας όλοι την ξέρουν. — Ας την ξεύρουν να την ιδούν πάλι· επίμενε ο Αριστόδημος.

Μα ο Κωσταντής επίμενε και κάθε ημέρα εσυχνόλεγε της γριάς του: Δός τηνε μάνα μ' δος τηνε την Αρετή στα ξένα Στα ξένα 'κεί που περπατώ στα ξένα που πηγαίνω, Να 'χω κ' εγώ παρηγοριά να 'χω κ' εγώ κονάκι. Μα της μάνας η καρδιά δειλή και φιλύπωπτη πάντα δεν θέλει ν' ακούση τα λόγια του πραγματευτή και σοφά του απαντά: Φρόνημος είσαι Κωσταντή κι' άσχημ' απελογήθης.

Μα όταν πια εκείνος την παρακαλούσε κ' επίμενε@ να μάθη και λυπότανε περισσότερο που δεν εμάθαινε παρά αν έμελλε να τα μάθη, του τα διηγιέται όλα· τους γαμπρούς, που ήτανε πολλοί και πλούσιοι· τους λόγους, που η Νάπη, σπουδάζοντας για το γάμο, έλεγε· πως δεν αρνήθηκε ο Δρύαντας, παρά ίσαμε τον τρύγο το είχε αφίσει.

Και μόνον η ομίχλη αδιάφορη, ασυγκίνητη επίμενε να πυκνώνη τους ατμούς κρύους και να τυλίγη, να τυλίγη τα τόσα τέρατα που εβρυχόταν περίτρομα στους κόρφους της. Άξαφνα βλέπω κάτω και γνωρίζω ασημοστρωμένη τη θάλασσα. Μπουλούκι θαλασσοπούλια επέταξαν, λέγεις από την πλώρη μας, ετεντώθηκαν γραμμή ολότρεμη, εξύρισαν με το φτερό τα νερά, εχάθηκαν πέρα σαν μαύρο φείδι μακρύτατο που φεύγει τη φωτιά.

Δεν ωφέλησε πως η μαμά τον παρακάλεσε να μην τονέ νοιάζη τι λέγανε τα μεγάλα αδέρφια. Δεν ωφέλησε ακόμα πως τον παρακάλεσε ναφήση τα μαλλιά του για χάρη της μαμάς, που ταγαπούσε τόσο. Ο Σβεν επίμενε πως πρέπει να τα κόψουν. — Δε θέλω να φαίνουμαι σαν κορίτσι, έλεγε. Η μαμά λυπότανε και με την ιδέα μόνο πως μπορούσε κανείς ναγγίξη τα ωραία μαλλιά.

Και να διαλαλήσης στο χωριό πως με το ηλιόγυρμα οι χωριανοί να κλειώνται στα σπίτια τους συφάμελοι για τρεις ημέρες. Ο Μπέης και η Μπέησα στην αρχή δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να φύγουν και ν' αφήσουν μοναχή τη θυγατέρα τους. Μα ο γέροντας επίμενε ακλόνητος στον λόγο του. — Αν δεν θέλτε είπε· αφήστε την να πεθάνη. Τέλος έφυγαν οι γονέοι και ο γέροντας έμεινε ολομόναχος με την ομορφονιά.

Αν πάλιν επίμενε ο πυρετός, η μητέρα μου θα πήγαινε να μου δέση το ρίγο στον Άγιο Γιάννη το Ριγολόγο. Πίστευαν ότι τη δύναμη να διώχνη τους πυρετούς είχεν ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Και πήγαιναν όπου ήτο ναός του κέδεναν κλωστές στα μανουάλια του και στα τέμπλα.

Εκείνοι άμαθοι από καβάλλα δυσκολεύτηκαν πολύ να βάλουν το πόδι τους στη σκάλα. Ο Αριστόδημος παρουσίασε πρόθυμα το γόνα του. Οι σοφοί αρνήθηκαν. Α, μπα! δεν είνε δυνατόν. Μα ο Ευμορφόπουλος επίμενε. Καθώς έστεκε με το καπέλλο στο χέρι και τα γόνα μπροστά, έλεγες πως έκανε δέηση. Οι σοφοί κατάλαβαν πως η άρνησή τους δεν έκανε άλλο παρά να μακραίνη τον εξευτελισμό του, και τον λυπήθηκαν.

Μωρέ θα χυθώ απάνω του σαν το ψάρι. Τάχα γιατί κινδυνεύω εκεί κάτω· για γλέντι; — Μα πώς θα μαλώσης· επίμενε δειλά ο πατέρας σου· η θάλασσα είνε για όλους. — Δεν ξέρω 'γω για όλους για ξόλους· Είμ' εγώ εδώ· είνε δικό μου το λειβάδι. Άμα φύγω, ας έρθη άλλος να κάμη ό,τι θέλει. — Μα πώς; — Πάψε πια! τον έκοψεν ανυπόμονος ο Νικολός· δεν έχεις δίκηο· δεν σου φταίει η τύχη, μόνος σου φταις.