United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εν τούτοις ο Μάχτος εξηκολούθει να ασπάζηται την χείρα της Αϊμάς, και ο Θευδάς προέβη εις δευτέραν απόπειραν: «Φίλε μου, θα έλθη τώρα ο φιλόσοφος, κάμε φρόνιμα», τω είπε. «Ποίος φιλόσοφος;» — «Ο αυθέντης μου». — «Τώρα δεν μου έλεγες να πάμε να τον βρούμε;» — «Αλήθεια», είπεν ο Θευδάς. «Αφού λοιπόν θα έλθη, διατί μου είπες να πάμε;» — «Αν θέλης πηγαίνομε», απήντησεν ο Θευδάς. «Αλλ' αφού θα έλθη», είπε ο Μάχτος. «Δεν ειξεύρω σίγουρα, αν θα έλθη». — «Λοιπόν τότε πήγαινε συ να μάθης, είπεν ο Μάχτος, και έλα να μου πης αν πρέπει να πάμε ή να περιμένουμε». — «Αλλ' εγώ είμαι κουρασμένος, απήντησεν ο Θευδάς· συ μ' εξεγλώσσασες, μ' αφάνισες 'στόν δρόμο». — «Και μήπως αν θα έλθω και εγώ μαζύ, δεν θα ήσαι κουρασμένος;» Ο Θευδάς δεν απήντησεν.

Μετά μίαν ώραν, αφού είχε σηκωθή από το πικραμμένον δείπνον της η καπετάνισσα, πριν σηκωθή να κάμη την προσευχήν της, διά να πλαγιάση, αίφνης της λέγει: — Τι έλεγες, Φλωρού, για την γρηά-Γκότσαινα, την μάγισσα;

Πρωταγόρας Ούτε τόσον πολύ μικράν, είπεν, ούτε όμως πάλιν τόσον μεγάλην όσην, νομίζω, φαντάζεσαι συ ότι έχουν. Σωκράτης Αλλ' όμως, είπον εγώ, επειδή μου φαίνεσαι ότι δυσαρεστείσαι με αυτό το ζήτημα, ας το αφήσωμεν· αυτό δε το άλλο να εξετάσωμεν από εκείνα τα οποία έλεγες. Υπάρχει κανέν πράγμα, το οποίον ονομάζεις κακοκεφαλιάν; Πρωταγόρας Ναι, είπεν. Πρωταγόρας Μου φαίνεται, είπε.

Καθώς ανεμοστρόβιλοι και κεραυνοί ξεσπάνουν εκεί απ' όπου την αυγήν ο ήλιος πρωτολάμπει, το ίδιον τώρα, — βάσανα καινούρια ξεφυτρόνουν απ' την πηγήν που έλεγες πως θάλθη η σωτηρία. Μόλις την ράχιν οι εχθροί μας έδειξαν, διωγμένοι απ' του Δικαίου το σπαθίτο χέρι της Ανδρείας, κι' ο αρχηγός των Νορβεγών την ευκαιρίαν βλέπει, και με νεόπαστρα σπαθιά και με συμμάχους νέους αρχίζει νέαν έφοδον.

Αν μεν εξακολουθής να έχης ακόμη δι' αυτά την αυτήν γνώμην καθώς τότε, ειπέ το· αν δ' εσχημάτισες άλλην γνώμην, εξήγησε αυτήν, διότι εγώ δεν σε θεωρώ διόλου υπεύθυνον, εάν τώρα εξηγηθής άλλως πως· διότι δεν θα εθεώρουν παράξενον αν τότε έλεγες αυτά διά να με δοκιμάσης.

Δυο μεγάλα μάτια πέταγαν λάμψες μυστικές και βαθειές σαν ποθοπλάνταχτα χάδια. Και δυο χείλη κόκκινα και λίγο φουσκωτά ανάδευαν διψασμένα για άγνωστή τους απόλαψη. Όπως στεκόταν εκεί στον πράσινο πλοκό το κεφάλι της κόρης, έλεγες πως ήταν κανίσκι μάγισσας, βαλμένο για να ξελογιάση το νιο. — Ελπίδα, πού βρέθηκες εδώ ; την ρώτησε με τρεμουλιαστή φωνή.

Δι' αυτό και τόρα, εάν δεν θελήση να μου απαντήση ο Ιππίας, συ παρακάλεσέ τον εκ μέρους μου. Εύδικος. Αλλά, καλέ Σωκράτη, νομίζω ότι δεν θα χρειασθή ο Ιππίας την ιδικήν μας παράκλησιν. Διότι όσα είπε προηγουμένως δεν είναι αυτού του είδους, αλλά ότι δεν θα υπεκφύγη την ερώτησιν κανενός ανθρώπου. Δεν είναι έτσι, καλέ Ιππία; Δεν τα έλεγες αυτά; Ιππίας. Μάλιστα.

Μου παραπονείσαι ότι δεν σου γράφω περί του ελληνικού θεάτρου. Αν σου έγραφα, θα μου παρεπονείσο ότι σου γράφω, και θα μου έλεγες ότι καταστρέφω την θεραπείαν σου. Εν Αθήναις τη 14 Ιανουαρίου 1880.

Αυτό, νομίζω, ο καθείς θα το παραδεχθή. Αμέ τι; Ας ενθυμηθούμεν λοιπόν το εξής· ότι δύο πράγματα πρέπει να γυμνάζωνται εις την ψυχήν μας, το έν μεν πώς να έχωμεν όσον το δυνατόν περισσότερον θάρρος, το άλλο δε πώς να έχωμεν όσον το δυνατόν περισσότερον φόβον. Αυτά που έλεγες διά την εντροπήν, καθώς νομίζομεν. Καλά το ενθυμείσθε.

Σωκράτης Και κυρίως, διότι υπάρχουν και άλλα σχήματα; Μένων Ναι. Σωκράτης Και αν πάλιν σε ηρώτα· ποία; θα του έλεγες; Μένων Βέβαια. Σωκράτης Και αν πάλιν σε ηρώτα περί χρώματος, τι είναι, συ δε αφού του απαντούσες, ότι είναι το λευκόν, και μετά ταύτα πάλιν ηρώτα, ποίον εκ των δύο, το λευκόν είναι το χρώμα ή είναι κάποιο χρώμα, θα του έλεγες, ότι είναι κάποιο χρώμα, διότι υπάρχουν και άλλα;