United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθε άστρον, το οποίον προέκυπτεν από την ράχην, εξελάμβανον ως την λαμπάδα του ιερέως και ανεκραύγαζον και ανεπήδων οι νεώτεροι μετά χαράς: — Για το· εφάνηκε! — Αμ' πού ακόμη!. . — Θ' ασπρίση το μάτι σου για να το ιδής;. . Κ' επειράζοντο μεταξύ των και διηγούντο ευάρεστα ανέκδοτα και οι γεροντότεροι παραμύθια διά να περάση ο καιρός. — Για το, για το! εκειό ένε! εφώναξε τις αίφνης περιχαρής.

Εσυλλογίζετο η Φωτεινή· αλλ' εκείνο εσταμάτησεν εμπρός της σαν να ήθελε κάτι να της ειπή μ' εκείνο το παράξενο βέλασμά του. Η Φωτεινή έσκυψε και ήκουσε καθαρά. — Εγώ είμαι· όλο αυτό το μαλλί το εφύλαττα επάνω μου για σένα· πάρε το· είνε ιδικόν σου! Τι καλά, που έχω ψαλίδι επάνω μου, εσυλλογίσθη η Φωτεινή και ήρχισε να το κουρεύη.

Κι αφού πλαγιάσης, το νερόν που έχει εδώ μέσα εις την φιάλην πάρε το· σταις φλέβαις σου αμέσως λήθαργος κρύος θα χυθή· θα παύση ο σφυγμός σου, θα παύση κ' η αναπνοή, και ζέστη δεν θα μένη να φανερόνη ότι ζης· θα μαρανθούν τα ρόδα ‘ς τα μάγουλα, ‘ς τα χείλη σου· κατάχλωμα θα γείνουν· κλειστά και τα παράθυρα θα ήναι των ματιών σου, ωσάν να εσκοτείνιασεν ο Χάρος την ζωήν σου· τα μέλη σου παράλυτα και καταναρκωμένα, ψυχρά, βαρειά κ' αλύγιστα ωσάν νεκρού θα ήναι.

Ένα προς ένα τα είδε ο Χαγάνος. — Πάρ' το· είπε, γυρίζοντας το κιάλι στο δούλο του. Ο δούλος πήρε το κιάλι, προσκύνησε και γύρισε να φύγη. — Στάσου· τον διάταξε με κίνημα του χεριού. Ξέρεις να μου ειπής τι γίνεται στο χτήμα του Μορφόπουλου; — Ξέρω· αποκρίθηκε ο δούλος, φέρνοντας το χέρι στο μέτωπό του. — Λέγε. — Ανασκαφές, αφέντη· κάνει ανασκαφές.

Το ίδιον κ' οι άνδρες. — Λοιπόν και σεις, απ' τον σωρόν αν σας χωρίζη κάτι, εάντην ανθρωπότητα οι έσχατοι δεν είσθε, ειπήτε μου το·τότ' εγώ θα σας ξεμυστερεύσω πράγμα, που αν εκτελεσθή, θα φάγη τον εχθρόν σας, και σας εις την καρδίαν μου θα σας αλυσσοδέση κ' εις την αγάπην μου, — εμού, που η ζωή του είναι αρρώστια μου, κ' υγεία μου θα ήν' ο θάνατός του !

ΑΜΛΕΤΟΣ Ας σου δώση άφεσιν ο Θεός! σ' ακολουθώ· πεθαίνω, Οράτιε. — Δυστυχής βασίλισσα, καληώρα! ΟΡΑΤΙΟΣ Ποτέ μη το πιστεύσης· είμ' εγώ αρχαίος Ρωμαίος πλέον ή Δανός· σώζεται ακόμη εδώ πιοτό. ΑΜΛΕΤΟΣ Αν άνδρας είσαι, το ποτήρι δος μου· άφησέ το· εγώ το θέλω· Οράτιε φίλε, α! λαβωμένο 'πού θα ζήση τ' όνομά μου, τα πράγματ' αν θα μείνουν άγνωστα όπως είναι! Τι κρότος είναι τούτος πολεμικός;

Τον κήπο, το περβόλι, τα χωράφια, όλα θα βάλω ναν τα σκάψουν. — Τι λες, παιδί μου! — Μη φοβάσαι, μητέρα, και μη λυπάσαι. Μην κάνεις κ' εσύ σαν τους ανίδεους και σαν τον αδερφό μου. Τ' αγαθά τα δικά μας δεν είν' απάν' από τη γηξέρε το· είνε μέσα της. Τα φύλαξε καιρούς και χρόνους για να τα βρούμε μεις. Και τι χαρά, μητέρα· τι δόξα μας άμα βγούνε πάλε στου ήλιου το φως!

Και αν θησαυρόν της αδικιάςτης γης τα σπλάχνα έχεις κρύψη, όταν ζούσες, — ότι ακόμη τούτο σας κάμνει, ω Πνεύματα, να νεκροπερπατήτε, ως λέγουν, — α! φανέρωσέ το· στάσου· ομίλει! Σταμάτησέ το, Μάρκελλε. ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Θα το κτυπήσω με την λόγχην μου; ΟΡΑΤΙΟΣ Κτύπα το, αν δεν σταματήση. ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Είν' εδώ! ΟΡΑΤΙΟΣ Είν' εδώ! ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Εχάθη!

Εγώ αγαπώ να εργάζωμαι γρήγορα, και κάθε τι όπως είναι γραμμένο, μένει· να σου όμως αυτός δύστροπος, και μου επιστρέφει το έγγραφον και μου λέγει: Είναι καλόν, αλλ' επιθεωρήσατέ το· ευρίσκει κανείς πάντα μια καλύτερη λέξη, ένα καταλληλότερο μόριο. Τότε με παίρνει ο διάβολος.

Αν μεν εξακολουθής να έχης ακόμη δι' αυτά την αυτήν γνώμην καθώς τότε, ειπέ το· αν δ' εσχημάτισες άλλην γνώμην, εξήγησε αυτήν, διότι εγώ δεν σε θεωρώ διόλου υπεύθυνον, εάν τώρα εξηγηθής άλλως πως· διότι δεν θα εθεώρουν παράξενον αν τότε έλεγες αυτά διά να με δοκιμάσης.