United States or Jersey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα εφτύς στον κάμπο πήγαινε και πες το αφτό του γιου σου· πες του οι θεοί πως χόλιασαν, κι' εγώ πιο πρώτα απ' όλους του τόχω αφτό παράπονο, που στα καράβια ακόμα βαστάει τον Έχτορα άθαφτο και δεν τον δίνει πίσω, 115 μήπως εμένα σεβαστεί και στρέξει ναν τον πάρουν.

Κι' ήβρε μες στη βαθιά σπηλιά τη Θέτη, και τριγύρω κάθουνταν του γιαλού οι θεές οι άλλες μαζωμένες· κι' έκλαιγε αφτή στη μέση τους του γιου της τ' αντριωμένου 85 τη μοίρα, πούτανε γραφτό αλάργα απ' την πατρίδα ναν της χαθεί στα λιγδερά της Τριάς τα φαρδοκάμπια. Και στέκει η γλήγορη Ίριδα κοντά της και της κάνει «Σήκω έλα, Θέτη, σε ζητάει ο βαθυγνώστης Δίας

Τρεις τότες χύθηκε βολές ζητώντας ναν τον σφάξει, 445 και τρεις με τ' όπλο τη βαθιά κοπάνισε θολούρα· μα όταν και τέταρτη όρμησε λες σα στοιχιό οχ τον Άδη, τότε έμπηξε φριχτή φωνή και τούπε αφτά τα λόγια «Πάλε απ' το χάρο σώθηκες, σκυλί! Μιά τρίχα ακόμα και σ' έτρωγα. Σε γλύτωσε πάλε, σκυλί, ο Απόλλος, 450 π' όλο και θαν του κλαίγεσαι σαν έρχεσαι στη μάχη.

Όσους Αργίτες πρόθυμα να ροβολάν θωρούσε, ναν τους παινέσει στέκουνταν και ναν τους δώσει θάρρος «Θάρρος, παιδιά, κι' απόφαση! και μη σας πιάνει δείλια!

Έτσι είπε και την άκουσε τη δέηση του ο Δίας. Για τόνα τούπε μάλιστα, για τ' άλλο τούπε τ' όχι· 250 ναν τα γλυτώσει τούστρεξε οχ τα χαμό τα πλοία, ναν τούρθει πίσω ζωντανός, όχι είπε πως δε θάρθει. Έτσι λοιπόν σαν έσταξε του Δία, εφτύς γυρίζει μέσα ξανά, και το καφκί μες στο κουτί απιθώνει. Έπειτα βγαίνει εκεί μπροστά και στέκει στην καλύβα, 255 τι καν τα μάτια του να δουν τον πόλεμο ποθούσε.

Είπε, κι' εκείνος έστρεξε, ο γιγαντένιος Αίας, και λέει του συνονόματου διο φτερωμένα λόγια 365 «Αδρέφι, οι διο σας τώρα, εσύ κι' ο άξιος Λυκομήδης, βαστάτε εδώ και δίνενε καρδιά στα παλικάρια να πολεμούν μ' απόφαση, κι' εγώ θα τρέξω πέρα ναν τους βοηθήσω στη σφαγή· μα πάλι θα γυρίσω γλήγορος σαν τους σώσω πριν και φόβο πια δεν έχει

Ήταν χρεία πριν αντέσης Να το κάμης, να κερδέσης· Να αλλάζης όμως τώρα Γνώμη, φίλε, δεν είν' ώρα, Τ' αποκρίθηκεν εκείνη, Τι ωφέλια δε σου δίνει. Αρκούδα από 'ναν λόγγο Μεγάλη, δυνατή, Να κυνηγήση βγαίνει, Στον κάμπο περπατεί.

Κι' όλοι οι θεοί θωρούσαν κι' άρχισε τότες πρώτα ο γιος ναν τους μιλάει του Κρόνου «Ω κρίμα, αγαπητό θνητό θωράω και λατρεμένο π' ομπρός στο κάστρο κυνηγούν, και μου θρηνεί η ψυχή μου τον Έχτορα, που στις κορφές της δασωμένης Ίδας 170 μπούτια 'να πλήθος μούκαιγε βοδιώνε, κι' άλλα πάλι μέσα στης Τριάς τ' ακρόκαστρο· μα τώρα ο Αχιλέας τον έχει δες! κυνήγι ομπρός στη χώρα του Πριάμου.

Μάτωσε τότες η καρδιά του Έχτορα απ' τη λύπη· όμως εκεί τον άφισε, κι' ας έκλαιγε το βλάμη, και τον Κεβριόνη φώναξε τα γκέμια ναν του πιάσει, τον αδερφό του εκεί κοντά· κι' αφτός ακούει και τρέχει. Τότε όξω ο ίδιος πήδησε απ' το πανώριο αμάξι 320 σκούζοντας σα θεριό, κι' αρπάει στο χέρι μια κοτρώνα κι' ίσια στον Τέφκρο χοίμησε, ναν τόνε φάει ζητώντας.

Εκεί να ο γέρος με σκοπό τα μάτια ναν τ' ανοίξει 305 ζυγώνει, κι' έτσι σε σοφό σοφά μιλούσε λόγια «Ναι εσένα, γιε μου Αντίλοχε, και νιο έτσι πούσαι, ο Δίας σ' αγάπησε κι' ο Ποσειδός, και σούμαθαν καθ' είδος αλογοσύνες· έτσι εσύ δε θες και τόση ορμήνια.