United States or North Korea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτσι είπε και την άκουσε τη δέηση του ο Δίας. Για τόνα τούπε μάλιστα, για τ' άλλο τούπε τ' όχι· 250 ναν τα γλυτώσει τούστρεξε οχ τα χαμό τα πλοία, ναν τούρθει πίσω ζωντανός, όχι είπε πως δε θάρθει. Έτσι λοιπόν σαν έσταξε του Δία, εφτύς γυρίζει μέσα ξανά, και το καφκί μες στο κουτί απιθώνει. Έπειτα βγαίνει εκεί μπροστά και στέκει στην καλύβα, 255 τι καν τα μάτια του να δουν τον πόλεμο ποθούσε.

Ήταν φοβερός στην υπόκρισή του ο Πέτρος ο Θεομίσητος. Ήταν ίδιος στα λόγια όπως και στα έργα. Εκείνα που έλεγε για τον αντίπαλο τα πίστευε και τα ποθούσε με όλη του την ψυχή. Οι Χαγάνοιτο είπαμεετυράννισαν τη γενιά του Θεομίσητου όπως και τη γενιά του Μορφόπουλου. Καταπάτησαν τον τόπο της, εσκόρπισαν τους ανθρώπους της, αφάνισαν τ' αγαθά της.

Αν ευτυχισμένη οικειότης τους έφερε πάλι εγκαίρως κοντά, αν αγάπη και επιείκεια εγεννώντο μεταξύ τους και άνοιγαν τις καρδιές τους, ίσως θα μπορούσε ακόμη να σωθή ο φίλος μας. Υπήρχεν ακόμη και ένα παράδοξο περιστατικό. Ο Βέρθερος καθώς ξέρομε από τα γράμματά του, ποτέ του δεν το έκρυβε πως ποθούσε να αφήση τον κόσμο.

Έτσι είπε και την έστειλε, σαν που κι' αφτή ποθούσε. Κι' όμια με λάκρα οργιόφτερη τρανόφωνη, οχ τα ύψη 350 κάτου πετάει μέσα απ' το φως την ώρα που οι Αργίτες παντού στον κάμπο τ' άρματα φορούσαν του πολέμου. Κι' έσταξε αθάνατο νερό μες στ' Αχιλιά τα στήθια, που πείνα πια κακόριστη να μην τον τρεμοβλάψει, απέ στ' ακίνητου γονιού ξανά το στέριο πύργο 355 φέβγει,

Τι δεν έλεγαν τα μάτια εκείνα; Γεμάτα γεμάτα λογισμούς, γεμάτα όνειρα, γεμάτα θέληση και λύπη συνάμα· σου έδειχναν τα μάτια του εκείνα τι ποθούσε να κάμη μια μέρα την Ελλάδα, σα να τόννοιωθε πως δε θα μπορούσε. Ανατρίχιασα. Δεν του μίλησα εκείνη τη βραδειά. Τα μάτια του όμως πολλές φορές τα θυμήθηκα. Δεν ξέρω αν ο Τρικούπης έκλαιγε· είταν άντρας.

Πιθυμούσε να το εννοήσω βαθιά πως το μόνο χρέος μου είτανε να στέκω στο πλευρό της σα φίλος και να της κρατώ το χέρι μοιράζοντας πάντα μαζί της το συναίστημα του σκοταδιού, που θαρχότανε και που το ποθούσε κ' η ίδια. Αγαπούσε τόσο βαθιά ο ένας τον άλλο μας, ώστε δεν ήθελε κανένας μας να παραιτήση τόνειρο που είχε να δη το στοχασμό του άλλου σύμφωνο με το δικό του.

Γυναίκα αν θέλης δος μου Την κόρη σου. Είχε ο Βασιλιάς του γάμον του βλαστάρι Μιαν θυγατέρα μοναχή, της χώρας του καμάρι, Κι' από καιρόν ο ωμορφονιός την κόρη του αγαπούσε, Κρυφά τον ωνειρεύονταν κι' αυτή και τον ποθούσε. Όμως δεν ήτον βολετό του θρόνου αυτή βλαστάρι Άντρα τον πρωτομάστορα των γεφυριών να πάρη. Δίνει το λόγο ο Βασιλιάς. — Λεβέντη, τόνομά σου; — Με λεν Μανόλη, Βασιλιά,

Ωστόσο εκείνος κάθουνταν στα πλοία χολιασμένος ο γιος ο φτερουγόποδος του ξακουστού Πηλέα, δίχως σε προεστών βουλή ποτές του να ζυγώνει, 490 δίχως να πάει σε πόλεμο, μον τούλιωναν τα σπλάχνα πούμενε αφτού, και τις σφαγές ποθούσε και τις μάχες.