United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα αν κόρωσε κι' εκεί η δουλιά και πολεμούν, μα ας έρθει μονάχος ο παλικαράς καν γιος του Τελαμώνα, κι' αντάμα ο Τέφκρος που καλά κατέχει από δοξάρια350

Και των μνηστήρων την καρδιάν ηύρ' εντροπή και λύπη• απ' το παλάτιτην αυλή σιμάτο μέγα τείχος εβγήκαν όλοι κ' έμπροσθεν της θύρας εκαθίσαν, και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου• 345 «Έργον μέγα ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια, τέτοιο ταξείδι, κ' είπαμε 'που δεν θα το τελειώση. τώρα καράβι εξαίρετο με ναύταις λαμνοκόπους ας ρίξουμε, και σπουδακτά το μήνυμα να φέρουν των φίλων, όπως γλήγορα γυρίσουντην πατρίδα». 350

Κι' η Γης τους βγάζει νιόβλαστο και μαλακό χορτάρι, γιούλια τους βγάζει ολόδροσα βασιλικούς και κρίνους πυκνούς, που έτσι αψηλά απ' της γης το χώμα τους κρατούσαν. Πέσανε εκεί, μες σε χρυσό κουκουλωμένοι γνέφι, 350 πανώριο γνέφι πούσταζε δροσιές αχτιδοβόλες. Έτσι κοιμότανε ήσυχος στην άκρη, ναρκωμένος απ' ύπνο ο Δίας κι' έρωτα, κι' είχε αγκαλιά την Ήρα.

Δίχως άλλο να φροντίζη, Και να πολυπραγμονάη, Στα ποντίκια του γυρίζει, Τον καθρέφτη απαρατάει· Πια μου, λέγει, χρεία εμένα, 345 Τέτια κι' άλλα να γυρεύω; Δίχως διάφορο κανένα Το μιαλό μου να πεδεύω; Ό,τι ο νους μου να νοήση, Σα μου λείπει κάθε τρόπος, 350 Δεν μπορεί να μ' ωφελήση, Και χαμένος είναι ο κόπος. Μ Υ θ Ο Σ Ε. Α η δ ώ ν ι και Γ ε ρ ά κ ι.

«Ο Δίας κ' οι αθάνατοι άλλοι θεοί μη δώσουν σεις απ' εμέ να φύγετετο βαθουλό καράβι, ωσάν απ' άνθρωπον γυμνόν και τέλεια στερημένον, οπού σκεπάσματα πολλάτο σπίτι του δεν έχει, για να κοιμάται μαλακά και αυτός και όσους ξενίση. 350 κ' εμέ σκεπάσματ' εύμορφα, παπλώματα δεν λείπουν, του ανδρός εκείνου όχι ποτέ ο γόνος, του Οδυσσέα, 'ς του πλοίου το σανίδωμα δεν θα πλαγιάση, ως ότουτην ζωήν είμαι, κ' ύστερα τα τέκνα μου όσο ζήσουν, τους ξένους να φιλοξενούν, 'ς το σπίτι μου όσοι τύχουν». 355

Αφτόν εκεί τον γλύτωσε στην αγκαλιά του ο Φοίβος μες σ' ένα μάβρο σύγνεφο, μην τύχει οχτρός κανένας 345 και τον σκοτώσει μπήγοντας στα στήθια το κοντάρι· και της θεάς βροντόφωνα της έκραξε ο Διομήδης «Παραίτα, κόρη του Διός, τις μάχες και τους φόνους· τάχα δε σώνει που δειλές γυναίκες ξελογιάζεις; Μα αν θες πολέμους και καλά, θαρρώ μα την ψυχή μου 350 θα τρέμεις έτσι κι' αν αλλού πως πολεμάνε ακούσεις

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Ακριβέ ξένεότι κανείς των ξένων από πέρα 350 συνετός τόσο και ακριβόςτο δώμα μου δεν ήλθε, τόσ' είναι σύνεσις πολλή και σκέψις 'ς ό,τι λέγεις,— τώρ' έχω εγώ γερόντισσαν, γνώσιν και νουν γεμάτην, αυτήν, 'που γλυκανάστησε τον άμοιρον εκείνον, και απ' της μητρός του την κοιλιά τα χέρια της τον πιάσαν· 355 αυτή, και ας είναι αδύναμη, τα πόδια θα σου νίψη.

Τα αποτελέσματα του νόμου τούτου υπήρξαν κατ' αρχάς λίαν ευεργετικά• ο αριθμός των φαλαγγιτών περιωρίσθη από 900 εις 350 και η εν τω προϋπολογισμώ αναγραφομένη δαπάνη από ενός εκατομμυρίου εις 400,000 δρ.

Ελάτε, αδρέφια, στους οχτρούς Λενιό μαζί και πράμα 350 δώστε κι' ας φέβγουν, τι ρητούς τώρα αθετώντας όρκους τους πολεμάμε· συφορές για αφτό μας απαντέχουν352 Είπε και κάθησε.

Κι' εκεί είταν ξένος ο γοργός Τυδέας, κι' οι Θηβαίοι πολλοί κι' αφτός μονάχος του, μα πάλι δε φοβούνταν, παρά τους αντροκάλεσε στα χέρια, κι' έναν ένα όλους τους νίκησε έφκολα, τι τόσο τον βοηθούσε 350 του Δία η κόρη, η Αθηνά.