United States or Guinea-Bissau ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και αυτοί μου το παράχοσαν μπαλώματα στης τρύπαις. Μον τα Ποντίκια αν δε βοηθώ, μηδέ και τα Μπακάκια Ακόμα τα συχώρεσα οχ την παλιά μου κάκια. 390 Τι μια φορά οχ τον πόλεμο περίσια αποσταμένη, Γυρίζοντας ν' αναπαυτώ σε στρώμα πλαγιομένη, Ολονυκτής δεν μ' άφηκαν μιαν ώρα να σιγήσω, Οχ της μεγάλαις τους φωναίς το μάτι μου να κλείσω.

Και πως σ' αυτόν τον πόλεμο με τόση αξιάδα αντρίκια, Στους Μπακακάδες ήφεραν τρομάρα τα Ποντίκια, Οπού ολίγο κόντεψε να τους απαφανίσουν, Και από το πρόσωπο της γης τελείως να τους σβύσουν 30 Ω Μούσαις, που κυττάζετε ψηλά οχ τον Ελικώνα, Και βλέπετε τον ίδρωτα και τον πολύ μου αγώνα, Μια αχτίνα ρίξτε σπλαχνική να με γιομόση θάρρος, Να δυνηθώ ν' αλαφρωθώ οχ το πολύ το βάρος.

Είπε, κι' εκείνος ήθελε, πηγουνοπιάνοντάς τον με το παχύ το χέρι του, σπλαχνιά ναν του ζητήσει, 455 Μον ο Διομήδης χοίμηξε και τούχωσε το λάζο μεσόσβερκά του, κι' έκοψε τα δυο ποντίκια αντάμα, κι' έφαγε χώμα η κεφαλή ενώ λαλούσε ακόμα.

Κάνει μεγάλη καταστροφή στα χωράφια, που είναι σπαρμένα αραποσίτι. Το τομάρι του είναι περίφημο. Τα ισκιώματα είναι φαντάσματα, δαιμονικά, που πετούν στον αγέρα, ενώ οι κατσιποδιαραίοι περπατούν στη γη. Είναι η καταστροφή των ποντικιών. Δεν τα τρώγει, αλλά τα πνίγει μόνον και τ’ αφίνει. Αυτό το τετράποδο είναι μικρό και συμπαθητικό και πολύ συχνά έρχεται μέσα στα χωριά, για να καταστρέψη ποντίκια.

Κατόπι τ' Αγηνόρου γιο, τον Έχεκλο, σπαθίζει στην κεφαλή κατάμεσα, π' όλη απ' το αίμα μέσα 475 ζεστάθη η σπάθα του η φαρδιά, κι' έτσι στον Άδη κάτου τον πήγε ο μάβρος θάνατος κι' η άπονη του η μοίρα. Και το Δεφκάλη ακόμα, εκεί που στον αγκώνα σμίγουν τα διο ποντίκια, του τρυπάει με τ' όπλο το βραχιόνι.

Θεια Μυγδαλίτσα, άιντε ν' ανάψης τα κανδήλια και τα κηριά. Δεν έχουμε στάλα λάδι. — Δεν έχουν τα λαδικά; ηρώτησεν η θεια Μυγδαλίτσα, ήτις εσυγυρίζετο πλέον να εισέλθη εις τον ναόν. — Τώφαγαν τα ποντίκια, απήντησεν ο ποιμήν. — Κακομοίριδες ανθρωπινοί ποντικοί! — Τι εμείς; Νά, τα ποντίκια!

Η Γκριζέντα δάγκωσε τα χείλη και χτύπησε στον τοίχο για να σωπάσει η Νατόλια. «Υπάρχουν και τα πνεύματα. Τα ακούτε;» «Ω, κάποια γυναίκα χτυπάει!», είπε απλά η ντόνα Ρουθ. «Πνεύματα, ποντίκια και γυναίκες για μένα είναι το ίδιο πράγμα», απάντησε ήρεμα ο Τζατσίντο. Και η Γκριζέντα από την άλλη μεριά, ακουμπισμένη στη μεσοτοιχία, άρχισε να γελά δυνατά.

Για να αρέσει στον ξένο κορόιδευε ακόμη και τις καλύβες, που στο κάτω κάτω ήταν ιερές, επειδή τις κατοικούσαν οι πιστοί και ανήκαν στην εκκλησία. «Ούτε στη Ρώμη δεν έχει μέγαρα σαν κι αυτά! Κοιτάξτε τι κουρτίνες! Τις έβαλαν οι αράχνες τζάμπα, με τη θέληση του Θεού.» «Και άντε να μετρήσετε τα ποντίκια! Εάν το βράδυ ακούσετε να σέρνονται πόδια, μην νομίσετε ότι είμαι εγώ, ντον Τζατσί