United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σου αφίνω υγείαν, βασιλέα μου, είπε γυρίζοντας προς αυτόν, και πιάνοντάς τον από το χέρι του λέγει· είμαι δυναστευμένη να σε απαραιτήσω, ας είσαι βέβαιος όμως πως μίαν ημέραν θέλομεν ανταμωθή πάλιν, και ανίσως και σε εύρω αγαπητικόν σταθερόν, δεν θέλω λάβει άλλον νυμφίον παρά εσένα. Έτσι λέγοντας αυτή έγινεν άφαντος.

Άκουσέ με και θα ιδής πως δε θα μετανοιώσης· τον συμβούλεψε γυρίζοντας αλλού το πρόσωπο. — Να μετανοιώσω! Όχι, Ελπίδα· δε φοβούμαι να μετανοιώσω όταν το λες εσύ. Μα πρέπει πρώτα να ιδούμε αν το δέχεται κι ο Αριστόδημος. — Α, όσο γι' αυτό μη σε μέλλει· είνε δική μου δουλειά. Η κόρη τράβηξε ίσα στο γραφείο κι άνοιξε θαρρετά την πόρτα. Μα στάθηκε στο κατώφλι ξυλιασμένη.

Γυρίζοντας από την χώραν έμεινα εις τον λόγγον όλον το επίλοιπον της ημέρας, απερνώντάς το εις το να καλλωπισθώ και να στολισθώ καπνιζόμενος από τα μυρωδικά αρώματα. Και φθάνοντας η νύκτα εμβήκα εις την κασσέλαν μου εύμορφα στολισμένος, και εφέρθηκα πάλιν επάνω εις το σκέπος του παλατίου· εγώ εμβήκα εις τον χοντζερέ της βασιλοπούλας ωσάν και την άλλην νύκτα.

Εκεί, του είπα, εμέτρησα τέσσαρα σταυρουδάκια κολλητά. — Έχε λίγη υπομονή. Ακόμη δεν είχαμεν αποκλάψη τα τέσσερα παιδιά, όταν γυρίζοντας ένα μεσημέρι από τη δουλειά μου βλέπω από μακρυά, εμπρός στην πόρτα του σπιτιού μας κόσμο πολύ. Άνδρες, γυναίκες και κόκκινες στολές κλητήρων. Άρχισα να τρέμω και έπειτα να τρέχω.

Διότι μίαν βραδειάν, γυρίζοντας από μίαν συναναστροφήν φίλων και φθάνοντας εις το σπήτι μου, κτυπώ την πόρταν και κανείς δεν μου αποκρίνεται ούτε μου ανοίγει. Κράζω την βασιλοπούλαν, και αυτή δεν αποκρίνεται εις την φωνήν μου. Τρέχω εις όλα τα μέρη του σπητιού, και μην ευρίσκοντάς την, έπεσα αποκαμωμένος εις τες αγκάλες ενός γείτονός μου.

Εκείνο που με παρηγορεί, ω ωραία βασιλοπούλα, ακολούθησα γυρίζοντας προς την Μάλκαν, είναι εις το να ημπορέσω να σου είμαι εις ωφέλειαν· ετούτο το χρέος το γνωρίζω από το δακτυλίδι μου, διά το οποίον επιθυμώ οπόταν θέλεις διά να σε ξαναεπιστρέψω προς τον βασιλέα πατέρα σου.

Εις τον ίδιον καιρόν, εγώ γυρίζοντας βλέπω, που ήτον ο ευνούχος της Τζελίκας, που μου είχε δώσει την γραφήν της εις το Βασιλικόν.

Η Μαριανθούλα αφηκράζονταν με προσοχή μεγάλη το μονόλογο της γριάς, έχασε στη στιγμή τη ζωηράδα της και τα τρελλά της τα παιγνίδια κι' άρχισε να κλαίη, γυρίζοντας το πρόσωπο της κατά τον τοίχο. — Να! καημένη κυρά, τι έκαμες τώρα μ' αυτά τα λόγια! Είπε της γριάς η υπηρέτρα. — Χμ! — Κλαίει η Μαριανθούλα, με τα λόγια που της είπες...

Ήξευρε το λοιπόν, ω νέε τολμηρέ, ακολούθησεν αυτή γυρίζοντας προς τον Καλάφ, ότι εσύ δεν θέλεις έχει δίκαιον να με ονειδίσης και να με ονομάσης σκληρόκαρδον, οπόταν εις ομοίωσιν των άλλων παρομοίων σου θέλει σου τύχει να υποφέρης σκληρόν θάνατον. Εσύ μόνος είσαι η αιτία του θανάτου σου, επειδή εγώ δεν σε υποχρεώνω να έλθης διά να με ζητήσης διά γυναίκα σου.

Ο Κατής ακούοντας να ομιλήση ο Κουλούφ εις τέτοιον τρόπον έμεινεν εκστατικός, και γυρίζοντας προς τον Μουζαφέρ και Ταχέρ, λέγει· ετούτον, από εκείνο που λέγει και το βεβαιώνει, εγώ δεν ημπορώ να τον βιάσω περισσότερον, και κατά τον νόμον ημπορεί να κρατήση την γυναίκα του.