United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Αλτούν Χαν, βασιλεύς της Κίνας, ευθύς που ήκουσε την αιτίαν του ερχομού του, άλλαξε η όψις του και έμεινεν ωσάν νεκρός· και αφού εσυνήλθεν, εκατέβη από τον θρόνον του, και επλησίασεν εις τον Καλάφ λέγοντάς του· νέε τολμηρέ, ηξεύρεις εσύ, του είπε, την σκληράν απόφασίν μου, και το δυστυχισμένον αποτέλεσμα όσων έως την σήμερον ηθέλησαν να σταθούν πεισματικώς εις το να θελήσουν να λάβουν την βασιλοπούλαν θυγατέρα μου; Ναι, βασιλέα, απεκρίθη ο Καλάφ, γνωρίζω όλον τον κίνδυνον, εις τον οποίον βάνομαι, και οι οφθαλμοί μου είνε μάρτυρες εις εκείνον τον θάνατον, που έδωσες εχθές του άλλου βασιλοπούλου, μα εγώ ελπίζω να διαλύσω τα ζητήματα της θυγατρός σου και να μη κινδυνεύσω ωσάν οι άλλοι.

Έτσι λέγοντας ο καλός Χόντζας, και διά να δείξη πως τα όσα έλεγε, τα έλεγεν εκ καρδίας, επλησίασεν εις την γυναίκα, και ηθέλησε να την αγκαλιάση· μα αυτή θυμωμένη τον άμπωσε λέγοντάς του· στάσου, τολμηρέ και αυθάδη, και παύσε που να μου μιλής με αυτόν τον τρόπον διατί αν μου δώσης όλον τον βίον της Αιγύπτου δεν ήθελα ανταποκριθή εις την παράνομόν σου ζήτησιν, και δεν ήθελα κάμει αυτό το άδικον του ανδρός μου.

Αντί εγώ να δειχθώ φοβισμένος από τα λόγια της, και να δοθώ εις φυγήν, της είπα· κυρία μου, εγώ είμαι ένας ξένος, και δεν ηξεύρω τους νόμους της Αιγύπτου· μα με όλον τούτο και αν ήθελα τους ηξεύρει, το κάλλος σου με ήθελεν εμποδίσει να τους φυλάξω. Α τολμηρέ και αυθάδη, εφώναξεν, εκείνη η τόλμη σου θέλει σε κάμει να δοκιμάσης εκείνο που σου πρέπει· και ετραβήχθη με θυμόν από το παραθύρι.

Ήξευρε το λοιπόν, ω νέε τολμηρέ, ακολούθησεν αυτή γυρίζοντας προς τον Καλάφ, ότι εσύ δεν θέλεις έχει δίκαιον να με ονειδίσης και να με ονομάσης σκληρόκαρδον, οπόταν εις ομοίωσιν των άλλων παρομοίων σου θέλει σου τύχει να υποφέρης σκληρόν θάνατον. Εσύ μόνος είσαι η αιτία του θανάτου σου, επειδή εγώ δεν σε υποχρεώνω να έλθης διά να με ζητήσης διά γυναίκα σου.

Ύπαγε απ' εμού, ω τολμηρέ νέε, επειδή δεν στοχάζεσαι τα αποτελέσματα της ζητήσεώς σου· έξω που εμβαίνεις εις κίνδυνον να χάσης το λογικόν σου· μα είνε που βάνεις εις κίνδυνον την ζωήν σου, και την εδικήν μου· ύπαγε το λοιπόν, και μην ελπίζης ότι εγώ θα κάμω ένα παρόμοιον πράγμα, μακάρι να ήξευρα πως θα με κάμης ολόχρυσον.

Οι βαρώνοι έκλαιγαν από λύπη για τον αντρείο, και ντροπή για τον εαυτό τους. «Α! Τριστάνε, έλεγαν, τολμηρέ βαρώνε, για τι να μη δεχτώ καλλίτερα εγώ αυτόν τον αγώνα; Ο θάνατός μου θάρριχνε λιγώτερο πένθος στη χώρα». Η καμπάνες χτυπάνε, και όλοι, οι βαρώνοι και οι άνθρωποι του λαού, γέροι, παιδιά, και γυναίκες, με κλάμματα και ευχές, συνοδεύουν τον Τριστάνο ως την παραλία.

Αυτή βλέποντας που την εκύτταζα με επιμέλειαν, άρχισε να με ονειδίζη λέγοντας· δεν ηξεύρεις, τολμηρέ και αυθάδη, πόσον είνε εμποδισμένον εις τους άνδρας που ήθελαν τολμήσει να σταθούν υποκάτω εις το παραθύρι τούτου του παλατίου; αν οι φύλακες του βασιλέως θέλουν σε καταλάβει ευθύς θέλουν σε παιδεύσει σκληρώς.