United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα τι λέγω, μία εικόνα μέλλει να με φοβίση τόσον; αν μέλλω να αγαπήσω την βασιλοπούλαν, πρέπει να είνε γραμμένον εις τον Ουρανόν, το οποίον δεν θέλω το αποφύγει· μα μίαν εικόνα ημπορεί τινάς να την θεωρήση αδιαφόρως· ήθελα είμαι πολλά αδύνατος, ώστε η θεωρία διαφόρων χρωμάτων να μου σαλεύση τον νουν· ας μη φοβηθώ το λοιπόν· ας θεωρήσω αδιαφόρως ετούτην την φθοροποιάν μορφήν, να ιδώ αν έχη τόσην ενέργειαν, που να μου συγχίση τον νουν μου τον σταθερόν.

Και αφού εσυνάχθησαν όλοι οι Σοφοί και οι Διδάσκαλοι εις το ντιβάνι, που έμελλε να γένη η διάλεξις, ο βασιλεύς επήγε μοναχός του, και έβγαλε την βασιλοπούλαν την θυγατέρα του έχουσαν σκεπασμένον το πρόσωπόν της, και την έφερεν εις την μέσην του ντιβανίου που ήσαν δύο χρυσοί θρόνοι, εις τους οποίους ανέβηκαν εις τον έναν ο βασιλεύς και εις τον άλλον η θυγατέρα του.

Βασιλοπούλαι ήσαν παντού· άλλο τίποτε! αλλά κάτι τον έδιδε πάντοτε την υποψίαν, ότι δεν ήσαν καθ' εαυτό και αληθιναί βασιλοπούλαι. Επέστρεψε λοιπόν εις του πατρός του άπρακτος και λυπημένος, διότι είχε μεγάλην επιθυμίαν να εύρη μίαν αληθινήν βασιλοπούλαν. Μίαν νύκτα ήτο τρικυμία φοβερά και τρομερά. Αστραπαί, βρονταί, βροχή, χάλαζα, χαλασμός κόσμου!

Τίποτε δεν ημπορώ να σου αρνηθώ μου είπεν η Τζελίκα, μα προβλέπω πως θέλει μας προξενηθή μεγάλη δυσαρέσκεια. Όχι, βασίλισσά μου, της είπα, μη φοβάσαι από αυτόν κανένα εναντίον, και στάσου ήσυχα επάνω εις του λόγου μου. Τελειώνοντας ετούτα τα λόγια έκραξα τον Φακύρην και τον επαρουσίασα εις την βασιλοπούλαν.

Ερωτά την βασιλοπούλαν με θυμόν· τι σου συνέβη; διατί με κράζεις; Τότε η βασιλοπούλα του λέγει· μου ήλθε λιποθυμία έξαφνα, και εμποδισθείσα έπεσα επάνω εις τον καθρέπτην και τον ετσάκισα, και τούτο είνε το συμβάν.

Και εις ετούτα τα λόγια αυτή έκραξε μίαν από τες γυναίκες που ήτον εκεί κοντά κρυμμένη οπίσω εις ένα κυπαρίσσι, η οποία ερχομένη εκατάλαβα από την φωνήν της, ότι εκείνη ήτον η σκλάβα, που ενόμιζα διά βασιλοπούλαν Τζελίκαν.

Και αν ο βασιλεύς θέλει να δώση πίστιν, αντί να εναντιωθή, εις μίαν διήγησιν τόσον γελοιώδη, σφάλλει πολύ· μα πρέπει να εξετάξη με φρονιμάδα μεγάλην αυτήν την υπόθεσιν, και είμαι βέβαιος, ότι θέλει έλθει πολλά ογλήγορα εις γνώσιν του αυθάδους, ο οποίος υποκάτω εις ένα ιερόν όνομα έλαβε την τόλμην να απατήση την βασιλοπούλαν.

Εφάνη αυτός πολλά ευχαριστημένος διά την απόκρισίν μου· και έπειτα από αυτά και άλλες περιδιάβασες που έγιναν εκεί εσηκώθη ο βασιλεύς με όλους της αυλής του και ετραβήχθηκεν εις το παλάτι· και εγώ ευρέθηκα μοναχός με τον γέροντα, με τον οποίον αφού εκάμαμεν διάφορες κουβέντες δι' εκείνα που απέρασαν με τον βασιλέα της Καρίσμου, του εφανέρωσα την ανυπομονησίαν που είχα εις το να ιδώ την βασιλοπούλαν Ρετζίαν.

Ο ράπτης με ερώτησε την αφορμήν αλλ' αιφνιδίως άνοιξε το έδαφος του σπιτιού, και παρουσιάσθη έμπροσθεν μας ο γέρων εκείνος· και με βλέμμα άγριον μου λέγει· δεν είνε ιδικόν σου τούτο το τσεκούρι και τα παπούτσια; και χωρίς να μου δώση καιρόν να του αποκριθώ, με άρπαξε από την μέσην και με ανέβασεν έως τα ύψη των νεφελών· έπειτα με μεγάλην ορμήν γυρίζοντας κάτω εκτύπησε την γην, και άνοιξεν ευθύς, και ευρέθημεν εις το υπόγειο παλάτι έμπροσθεν εις την βασιλοπούλαν.

Μα εγώ πλανώμαι, εις εκείνο που απαρθενεύει του βεζύρη τον συμπαθώ, επειδή και έχει χρέος εις την βασιλοπούλαν Τζελίκαν· αυτή εξ όλης καρδίας τον ηγάπησε, και εσυνανεστράφη με αυτόν, και δι' αυτό με δίκαιον τρόπον φυλάττει προς αυτήν την ενθύμησιν.