United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν απέρασαν τρεις ή τέσσαρες ώρες οπόταν είδα να εμβαίνουν εις τον οντά μου πέντε έξη σκλάβοι της Γαντζάδας, οι οποίοι έφερναν μαζή τους έναν αριθμόν από ανθρώπους ενδεδυμένους διαφορετικά από εκείνο που εσυνήθιζαν εις Σερενδίβ.

Και δεν απέρασαν ολίγες ημέρες που από την θλίψιν της εξεψύχησεν εις τες αγκάλες μου, ζητώντας μου συμπάθειον διά ένα ανόμημα, του οποίου δεν ήτο πταίστρια. Δεν ημπορώ να σας διηγηθώ καταλεπτώς τον πόνον, και την θλίψιν που έλαβα εις το να χάσω τοιούτης λογής γυναίκα.

Αυτός ο στοχασμός άρεσε του Κουλούφ, και του έδωσε κάποιαν χαροποίησιν, και αφού απεφάσισαν να ακολουθήσουν έτσι, απέρασαν το επίλοιπον της ημέρας και όλην την νύκτα αγαλλιώμενοι και έκθαμβοι διά το γραπτόν τους. Μα ευθύς που έγινεν ημέρα εσυγχύσθηκε πάλιν η χαροποίησίς τους. Οι άνθρωποι του Κατή, φερμένοι από τον Ταχέρ, ήλθαν και εκτύπησαν την θύραν του οντά του λέγοντες.

Δεν απέρασαν ολίγες ημέρες και από την χαράν του εξανάλαβε την υγείαν του, και έγιναν μεγάλες χαρές εις όλον του το βασίλειον, τόσον διά την υγείαν του, ωσάν και διά την απόλαυσιν των παιδιών του και της γυναικός του. Αυτά τα τέσσαρα υποκείμενα απέρασαν διά πολλούς χρόνους πολλά ευτυχισμένα.

Ο οποίος ευθύς ανέβη εις τον θρόνον του πατρός του· και απέρασαν το επίλοιπον της ζωής των μετά μεγάλης χαράς και ευχαριστήσεως, χαιρούμενοι όλοι διά τες απόκτησές των, και διά την ευτυχισμένην τους τύχην.

Δεν απέρασαν δύο ημέρες, και ο βεζύρης από μέρος του βασιλέως ήλθε διά να μας εύρη, και μας έφερε μεγάλην ποσότητα από δώρα, και άσπρα αμέτρητα.

Αυτοί εις τέτοιαν διήγησιν ενεκρώθησαν, και με εκύτταζαν τρεμάμενοι και φοβούμενοι μήπως και έχασα το λογικόν μου που είδα την Ρετζίαν· εγώ εγνώρισα την υποψίαν τους, και τους είπα· μη φοβάσθε πως εγώ έχασα το λογικόν μου, μα σας ομολογώ πως δικαίως ετρελλάθηκαν όσοι την είδαν, και εις τον ίδιον καιρόν τους έκαμα μίαν διήγησιν διά τα όσα απέρασαν υποκάτω εις εκείνους τους ίσκιους, και πως ήθελα ακόμη να ακολουθήσω διά να πηγαίνω εις εκείνον τον τόπον, διά να πασχίσω να αρέσω της Ρετζίας.

Ωραιοτάτη Δηλαρά, εφώναξεν από την χαράν του και από την αγάπην του, ποία ευτυχισμένη μεταλλαγή; διά ποίαν περίεργον αλυσίδα των συμβεβηκότων εγώ έφθασα εις την πλήρωσιν των επιθυμιών μου; πώς το λοιπόν; είσαι συ εκείνη που υποχρεώθηκα να στεφανωθώ διά μίαν νύκτα, εσύ είσαι εκείνη της οποίας η εικών είνε ζωγραφισμένη διά παντός εις την καρδίαν μου και που δεν ήλπιζα πλέον να την ιδώ; Α Κυρά μου, ποίος ημπορούσε να λογιάση τέτοιο συναπάντημα ευτυχισμένον, διά να ενωθώμεν κατά την επιθυμίαν μας; Η Δηλαρά από το άλλο μέρος δεν ήτο τόσον αναίσθητη εις τα τρυφερά και παθητικά λόγια του Κουλούφ, και με άπειρον αγαλλίασιν, που καθείς ημπορεί να την στοχασθή, απέρασαν εκείνην την νύκτα χωρίς να κλείσουν μάτι.

Απέρασαν αρκεταί ημέραι και η φήμη άναπτεν εις όλον το χωρίον θανατόνουσα όλην την πνευματικήν του παπά-Κονόμου γαλήνην, την οποίαν τόσον ωραία είχεν ανεύρει εις το ερημικόν του βουνού εξωκκλήσιον. Πώς ν' αντιμετωπίση κατά της μαύρης εκείνης δυσειδαιμονίας των αγραμμάτων νησιωτών.

Δεν απέρασαν πολλές ημέρες, αφού και υπήγα εκεί, και ετελειώσαμε κάθε λογαριασμόν με τον Αμπίμπην, και δεν εκαρτερούσα άλλο, παρά να εύρω κανένα καράβι, που να πηγαίνη διά την Μπάσραν, με το οποίον να ήθελα επιστρέψη εις τον πατέρα μου.