United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωραιοτάτη Δηλαρά, εφώναξεν από την χαράν του και από την αγάπην του, ποία ευτυχισμένη μεταλλαγή; διά ποίαν περίεργον αλυσίδα των συμβεβηκότων εγώ έφθασα εις την πλήρωσιν των επιθυμιών μου; πώς το λοιπόν; είσαι συ εκείνη που υποχρεώθηκα να στεφανωθώ διά μίαν νύκτα, εσύ είσαι εκείνη της οποίας η εικών είνε ζωγραφισμένη διά παντός εις την καρδίαν μου και που δεν ήλπιζα πλέον να την ιδώ; Α Κυρά μου, ποίος ημπορούσε να λογιάση τέτοιο συναπάντημα ευτυχισμένον, διά να ενωθώμεν κατά την επιθυμίαν μας; Η Δηλαρά από το άλλο μέρος δεν ήτο τόσον αναίσθητη εις τα τρυφερά και παθητικά λόγια του Κουλούφ, και με άπειρον αγαλλίασιν, που καθείς ημπορεί να την στοχασθή, απέρασαν εκείνην την νύκτα χωρίς να κλείσουν μάτι.

Ναι, ω τελεία εικόνα του παραδείσου, εγώ είμαι έτοιμος διά να σε στεφανωθώ, αν εσύ αγαπάς να κλίνης. Αυθέντη, απεκρίθη αύτη, εγώ από το μέρος μου δεν θέλω αρνηθή τέτοιαν χάριν και τιμήν που ζητείς να μου κάμης, μα φοβούμαι ότι δεν θα ημπορέσης να καταπείσης τον πατέρα μου, με το να είναι πολλά σκληρός, καθώς θέλεις τον δοκιμάσει.

Σε καταλαμβάνω αρκετά, της είπα· μοναχά ότι εγώ θα σε στεφανωθώ, διά να σε δώσω εις τον αγαπητικόν σου· ας είνε το λοιπόν ω κυρά μου, θα γίνη καθώς επιθυμάς μα τι θέλει μου ειπεί ο πατέρας σου, διά το χώρισμα που θέλω σου κάμει; Εις αυτό μη σε μέλη τίποτε, απεκρίθη εκείνη· άφησε να κάμω εγώ, και θέλεις μένει αναπαυμένος.

Eτούτο το μίσος προς τους ανθρώπους μου επροξενήθη από ένα άλλο όνειρο που είδα διά μίαν έλαφον που ευρίσκονταν εις τα δεσμά, και ένα ελάφι την εκύτταζε χωρίς να της δώση βοήθειαν· και αυτό υπώπτευσα πως έτσι είναι και οι άνθρωποι είναι επίβουλοι και άσπλαχνοι εναντίον των γυναικών μα τώρα γνωρίζω το σφάλμα μου, και επικρίνω καλύτερα τους ανθρώπους τους οποίους τους πιστεύω πιστούς εις την αγάπην τους και τας γυναίκας τους, και αν είνε μέλημα του ουρανού να στεφανωθώ το Βασιλόπουλον της Περσίας, είμαι πρόθυμη να κλίνω χωρίς εναντίωσιν καμμίαν.

Ποίον είνε το λοιπόν μου είπεν αυτή, το εμπόδιον αυτό που ανίκητον σου φαίνεται; Η θρησκεία μου, της απεκρίθηκα· εγώ δεν τολμώ να παρέβω τον νόμον που με εμποδίζει, να στεφανωθώ μίαν γυναίκα, που δεν κάνει τους νόμους του Μωάμεθ.

Μόνον τότε σταματάει τον νου, τρομάζει τη συνείδησι και την κάνει να σκεφθή, πως βρίσκεται κάτι ανώτερο ψηλά που βλέπει αόρατο του καθενός το δίκηο. Ήμουν, θυμούμαι, άνεργος στην Πόλη. Δεν ξεύρω πώς μου ήρθε και αποφάσισα να κατεβώ στην Ύδρα να στεφανωθώ. Μα ημέρα με την ημέρα να εύρω καράβι γνώριμο, έφαγα τα λεφτά που είχα για τον γάμο.

Έπειτα εψωνίσαμεν πραγματείας από εκείνην την πολιτείαν διά την πατρίδα μας, και ετοιμάσθημεν διά να αναχωρήσωμεν. Και όντας εγώ μίαν ημέραν εις το περιγιάλι βλέπω και έρχεται προς με μία ωραία ευγενική γυναίκα, όμως ενδυμένη πενιχρά, και με παρεκάλει να την στεφανωθώ ως γυναίκα μου νόμιμον τάζοντάς μου ότι θέλω ευχαριστηθή κατά πολύ από την συντροφιάν της.

Έπειτα από αυτά τα λόγια με επαράτησε, και εμίσευσε με ένα πρόσωπον πολλά θυμωμένον, το οποίον μου επροξένησε την υστερινήν μου απελπισίαν, αν δεν ήθελα αποφασίσει να την στεφανωθώ: έμεινα εις την πλέον δυστυχισμένην κατάστασιν της θλίψεως που να ήτον, χωρίς ελπίδα να ιδώ πλέον μίαν ημέραν ευτυχισμένην.

Η Βασιλοπούλα έμεινεν έκθαμβη από αυτά τα λόγια, και είπε· πώς είνε δυνατόν να στεφανωθώ ένα υποκείμενον, που ούτε το είδα, αλλ' ούτε ηξεύρω ποίον είναι; Ο Καισάγιας, απεκρίθη ο Δερβύσης, μου είπεν ότι αυτό το βασιλόπουλον είναι υιός του Βασιλέως της Περσίας και ονομάζεται Καρούκ, το οποίον είναι τόσον εύμορφον και χαριτωμένον, που μητέρα εις τον κόσμον δεν εγέννησε παρόμοιον.

Την Χριστίναν την επήρα καθώς πέρνει κανείς κινίνον διά ν' απαλλαχθεί από τον πυρετόν. Αν και ήμην ανυπόμονος, ηναγκάσθην από την κοινήν πρόληψιν και τον δεσπότην μας Λυκούργον να περιμείνω το τέλος του Μαΐου διά να στεφανωθώ. Ευθύς μετά τον γάμον επήγαμεν να περάσωμεν το μελοφέγγαρον εις την Ζιάν. Ημπορώ να είπω ότι είδα εκεί καλάς ημέρας.