Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025


Φίλος μου ήλεγε, προς γνώριμό του, από θυμό του, Αμ τι ογκόνεσαι, παραφουσκόνεις, και καμαρόνεις; Σε πια φαντάζεσαι χαρίσματά σου ξεχωριστά σου; Η φύση σ' έπλασε ακριβοχέρα με ύλης λαίρα. Η τύχη σ' άφηκε καθόλου ξένον, κι' απορριμμένον, Κι' η ποταπότατη αναθροφή σου, πρώτη πομπή σου Μην έχεις μάθησι, ή επιστήμη, ή τέχνης φήμη!

Το &φάνισμα& του ξένου τώμαθε το Μικρό Χωριό από τες γυναίκες, που πήγαν στο ποτάμι για νερό, αλλά πάντεχαν, ότι θάχε κανένα γνώριμο στο χωριό, κι' ότι πήγε εκεί, αλλά τα γαυγίσματα των σκυλλιών, «γκάβου.. γκάβου.. γκάβου.. » το ποδοβολητό του μουλαριού «γκρουπ.. γκρουπ.. γκρουπ.. » και το λάλημα του κυπριού «τριγκ.. τριγκ.. τριγκκκ.. » έδωσαν εις το Μικρό Χωριό να καταλάβη, ότι ο ξένος δεν πήγε σε κανένα σπίτι, κι' ότι δεν είχε κανένα γνώριμο στο χωριό.

Φθονερούς εκείνους κράζουν Που της ξέναις ευτυχίαις, Και της ξέναις αρεταίς, Εδικαίς τους λογαριάζουν Συφοραίς και δυστυχίαις Τρομεραίς και δυναταίς. Ειδέ μη, σ' εσένα λάθος!.. Ω χοντρή συκοφαντία, Ω κακόβουλε Γλωσσά! Φίλε μου, άφστον, έχει πάθος Προς εσένα και κακία, Άφινέ τον να λυσσά. Τέτιαν έκανα ομιλία Σ' ένα κάπιον γνώριμό μου Μ' αθωότητα πολλή.

Μόνον τότε σταματάει τον νου, τρομάζει τη συνείδησι και την κάνει να σκεφθή, πως βρίσκεται κάτι ανώτερο ψηλά που βλέπει αόρατο του καθενός το δίκηο. Ήμουν, θυμούμαι, άνεργος στην Πόλη. Δεν ξεύρω πώς μου ήρθε και αποφάσισα να κατεβώ στην Ύδρα να στεφανωθώ. Μα ημέρα με την ημέρα να εύρω καράβι γνώριμο, έφαγα τα λεφτά που είχα για τον γάμο.

Οι ναυαγοί που περιμένανε τουλάχιστο συγχαρητήρια για το σωσμό τους, ζαρώσανε στη θέση τους. — Καλά που γίνηκε κ' αυτή η ιστορία με τη σύγκρουση και τον άνθρωπο στη θάλασσα, γιατί θα πνιγόμουνα από τη μονοτονία, σκέφτηκεν ο Ρένας.,, Όμως τώρα πώς μπορεί να περάσει κανένας την άλλη του ώρα ως το βράδυ; Άφισε τη θάλασσα και κύτταξε το απέναντι γνώριμό του βουνό με τα δένδρα.

Το ένα πρώτο για να βρω νερό κ' έπειτα με την ελπίδα ν' απαντήσω κανένα γνώριμο... να τον αρωτήσω αν είδε τον άνδρα μου πουθενά. Χωρίς άλλο, είχα σκοπό να γυρίσω πίσω στο σπιτάκι μου. Επήγα παραπέρ' απ' τη βρύσι, που δεν είχε νερό. Εκεί ακούω σαν μουρμουρητό, σαν σιγανή ψαλμωδία. Έφτασα απ' έξω απ' τους Αγίους Αποστόλους.

Μια στιγμή κάπως άκουσα ψιθυρίσματα εμπρός, στην πλώρη κατάνακρα. Βάνω τ' αυτί μου. Ένα γέλοιο μικρό, γαργαλιστικό, κομματιασμένο, γνώριμο γέλοιο έρχεται να μου παγώση την καρδιά. Και μια φωνίτσα μασημένη, κελαϊδιστή ακούω να λέγη: — Αχ, τι καλά!... Τι όμορφα... Έτσι πάντα!... έτσι πάντα!... αιώνια έτσι!... Ήταν η φωνή της καπετάνισας.

Όλοι χαιρετούσαν τον τυφλό σαν παλιό γνώριμο, αλλά κοίταζαν με καχυποψία τον Έφις. «Εσύ είσαι ακόμη δυνατός και καλοστεκούμενος», του είπε ένας νεαρός σακάτης, «πώς και ζητάς ελεημοσύνη;» «Έχω μια κρυφή αρρώστια που με τρώει και μ’ εμποδίζει να δουλέψω», απάντησε ο Έφις, αλλά ντράπηκε για το ψέμα του. «Ο Θεός λέει να δουλεύουμε όσο μπορούμε∙ μακάρι να μπορούσα κι εγώ.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν