United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Υπομονή, στα βάσανα οπού τραβάει η καρδιά μου, Ίδες να έχη κι' άλλη μια, να ζήσης, Έρωτά μου; Φθοροποιόν και άσπλαχνον ο κόσμος σ' ονομάζουν, Ως και οι ίδιοι σκλάβοι σου σκληρότατο σε κράζουν. Ρώτα και την καρδούλα μου την παραφλογισμένη, Πώς στην πληγή της χαίρεται πολύ ευχαριστημένη. Όσο τα βάσανα σ' αυτή, τους πόνους αβγατίζεις, Τόσο και πλιότερη ηδονή στα φύλλα της χαρίζεις.

Εχθρός δε του ανθρώπου, — ο χειρότερος, — είν' η απροβλεψία και η οίησις! Με κράζουν! — Το μικρόν μου το δαιμόνιον, εις σύννεφο επάνω παχνοσκέπαστο, με περιμένει. Α’ ΜΑΓΙΣΣΑ 'Πάμε, 'πάμε γρήγορα! Κι αυτή όπου κι αν ήναι ξαναέρχεται. Εν τω ανακτόρω εις Φόρες. ΛΕΝΩΞ Τα όσα είπα συφωνούν μ' όσατον νουν σου είχες.

Και τα χρυσά ποτήρια μ' ένα κροντήρι π' άστραφτε κρατώντας ο Νιδαίος, πήγε στο γέροντα σιμά και τον παρακινούσε «Σήκω, του Λαουμέδου γιε, οι στρατηγοί σε κράζουν 250 των αντριωμένωνε Αχαιών, των αλογάδων Τρώων, να πάς στον κάμπο με σκοπό όρκους πιστούς να πάρτε.

Να, σούγινε απ' το Δία η χάρη έτσι απαράλλαχτα σαν που τα χέρια απάνου 75 σήκωσες πριν και δέουσουν, να στρυμωχτούν στα πλοία μ' άσκημα χάλια οι Δαναοί και να σε κράζουν όλοι

Αυτά ν' ακούσουν, τα 'χασαν με μιας οι Μπακακάδες, Κι' αλλαλαγμός αντήχησεν απ' όλαις της αράδαις. 300 Βοαίς μεγάλαις έβγαλαν, και δυνατά χουγιάζουν, Και προς το Φουσκομάγουλον ωνειδισμούς σωριάζουν. Τζωπαίνει ο Φουσκομάγουλος αφού γνωμοδοτάει· Και των Μπακάκων ο λαός με κρότο αχολογάει. Η συμβουλή τους άρεσε, τον πόλεμο όλοι κράζουν. Τη μάχη στρέγουν όλοι τους, και τ' άρματα συντάζουν.

Σκύλο το κράζουν Κυνηγού και πιο λαμπρά 'ναι απ' όλα, όμως στον ουρανό κακό σημάδι 'ναι στημένο, 30 τι θέρμες φέρνει στ' άμοιρο τ' αθρωπολόϊ σα βγαίνει· έτσι, σαν έτρεχε, ο χαλκός του ξάστραφτε απ' τα στήθια.

Αυτή η ομιλία μού εβγάτισε την περιέργειάν μου διά να ακούσω να μου διηγηθή την ιστορίαν του· του έκαμα άπειρα χάδια, και τον ερώτησα ύστερον από ποίον τόπον ήτον· εγώ είμαι από τον τόπον της Μποχαρίας, και Αβικένα με κράζουν, και ανίσως θέλεις να ακούσης την ιστορίαν μου, είμαι έτοιμος διά να σου την διηγηθώ.

ΒΑΤΤΟΣ Και μένα μ' είπε η μάννα μου κι από τον Πολυδεύκη πιο δυνατό. ΚΟΡΥΔΩΝ Κ' επήγ' εκεί μ' ένα σκερπάνι· πήρε μαζί του είκοσι πρόβατα. ΒΑΤΤΟΣ Αν είν' αλήθεια τούτα, ο Μίλων τότε θα μπορή και λύκους να λυσσάξη. ΚΟΡΥΔΩΝ Κ' εδώ οι δαμαλοπούλες του με μουγκρυτά τον κράζουν. ΒΑΤΤΟΣ Κακός βοσκός τις έλαχε· δυστυχισμένες πούνε! ΚΟΡΥΔΩΝ Αλήθεια· κι ούτε θέλουνε σαν πρώτα να βοσκήσουν.

Κι' εκείνοι οι διο δεν ξέφυγαν το μάτι του βροντολάλητου Διός σαν πρόβαλαν στον κάμπο, Μον είδε και συμπόνεσε το γέρο ο γιος του Κρόνου, κι' αμέσως είπε στον Ερμή το γιο του εκεί μπροστά του «Ερμή, π' απ' όλους πιο πολύ σούναι χαρά σου εσένα 335 χωριό να κάνεις με θνητούς και συνακούς σαν κράζουν, έλα να πας, κι' ως τα γοργά τον Πρίαμο καράβια σύρε τον έτσι, π' Αχαιός να μην τον δει πριν άλλος, να μην τον νιώσει καν κανείς, πριν φτάσει ως στ' Αχιλέα

Τότε οι Τούρκοι απλώνουν τους τάπητας εις το δάπεδον και γονατίζουν επάνω. Ο Μουφτής και οι Δερβίσαι μένουν όρθιοι εις το μέσον· και ενόσω ο Μουφτής επικαλείται τον Μωάμεθ με διαφόρους στροφάς και μορφασμούς χωρίς να προφέρη ούτε λέξιν, οι γονυπετείς Τούρκοι κύπτουν μέχρις εδάφους, κράζουν Αλλή ! και υπεγειρόμενοι υψώνουν τας χείρας κράζοντες Αλλάχ!