United States or Yemen ? Vote for the TOP Country of the Week !


Των θεών βαριά η οργή πλακώνειΤότε ο λεβέντης Πάνταρος γυρίζει και του κάνει «Αινεία, δημογέροντα των αλογάδων Τρώων, 180 σαν το Διομήδη αφτόν εγώ τον απεικάζω σ' όλα, απ' την ασπίδα κρίνοντας κι' απ' το χαλκένιο κράνος κι' απ' τ' άτια· μα καλά θεός κι' αν είναι δεν κατέχω.

Και τα χρυσά ποτήρια μ' ένα κροντήρι π' άστραφτε κρατώντας ο Νιδαίος, πήγε στο γέροντα σιμά και τον παρακινούσε «Σήκω, του Λαουμέδου γιε, οι στρατηγοί σε κράζουν 250 των αντριωμένωνε Αχαιών, των αλογάδων Τρώων, να πάς στον κάμπο με σκοπό όρκους πιστούς να πάρτε.

Μα τι τα θέλει κι' όλα αφτά ψιλολογά η καρδιά μου; Ξέρω, απ' τον κίντυνο οι δειλοί ξεκόφτουνε, μα αν είναι πρώτος κανείς στον πόλεμο, αφτόςδεν έχειπρέπει να στέκει πάντα ασάλεφτος, ή να σφαχτεί ή να σφάξει410 Μα εκεί π' αφτά τ' ανάδεβε μες στης καρδιάς τα βάθη, να και πλακώνουνε οι σειρές των αλογάδων Τρώων και τόνε ζώνουν, μα κακό της κεφαλής τους βγήκε.

Μα να! πλακώνει με τρανή σαν πύργο ασπίδα ο Αίας, κι' ο Έχτορας κωλώνει εφτύς ως στο σωρό των Τρώων. 129 Τότες σκεπάζει το νεκρό με την πλατιά του ασπίδα 132 και στέκει ο Αίας μ' ανοιχτά τα γιγαντένια σκέλια, σα λιονταρού που, ενώ περνά το δάσος με μικρά της, άξαφνα βρίσκει παγανιά στο δρόμο της, και στέκει 135 στα κουταβάκια ομπρός αντριά γιομάτη, κι' όλο κάτου τραβάει το φρυδοτόμαρο σκεπάζοντας τα μάτια· έτσι κι' ο Αίας στάθηκε μπροστά στο σκοτωμένο. 137

Και γούρνες πάντα απ' τα νερά βαθιές πετροφτιασμένες γιομίζουνε, όπου σύχναζαν οι κόρες κι' οι γυναίκες των Τρώων τ' απαλόφαντα σκουτιά να καλοπλύνουν, 155 πριν, στης ειρήνης τους καιρούς, πριν φτάσουν οι Αργίτες.

Κωλώνει τότε ο Έχτορας κι' οι στρατηγοί των Τρώων, και με τα ζήτω οι Δαναοί τον Πόθο και το Φόρκη τραβάν και τις αρματωσές τούς λύνουν απ' τους ώμους.

Μον έλα τώρα σήκω! μήπως τις φλόγες δεις και καιν σε λίγο την πατρίδαΤότες ο θεοκάμωτος απολογιέται Πάρης «Έχτορα, σα με μάλωσες όχι άδικα, μον δίκια, για αφτά θενά σ' το ξηγηθώ· Μον άκου με και κρίνε. Εγώ όχι τόσο από θυμό ή φταίξιμο των Τρώων 335 κλείστηκα εδώ, μον ήθελα τη λύπη να χορτάσω.

Και σαν τον είδε, χάρηκε ο πρωταφέντης τ' Άργους που Τρώων λόχους λιάνιζε απ' τ' άσπαστο δοξάρι, και πάει κοντά του στέκεται και του λαλεί διο λόγια 280 «Τέφκρο μου, γιά στο χέρι σου, του Τελαμώνα θρέμα, ρήχνε έτσι, μπας και δει ο στρατός φως μέρας κι' ο γονιός σου ο Τελαμώνας, που μικρό σ' ανάθρεψε και πάντα στον πύργο του σε φρόντιζε, κιας είσουν νοθοπαίδι· μακριά' ναι αφτός, μα δόξασ' του στον κόσμο τ' όνομά του. 285 Κι' άκου το τι σου τάζω εγώ, που θαν το δεις να γίνει· μια μέρα αν δώσει η Αθηνά κι' ο Ελυμπήσος Δίας ναν την κουρσέψουμε την Τριά, τη μυριοπλούσια χώρα, πρεσβιό στερνά από μένα εσύ θα λάβεις πρώτα πρώτα, καν άμαξα διπλάλογη, καν τρίποδο λεβέτι, 290 καν κόρη νια που δίπλα σου τη νύχτα να πλαγιάζει

Και πίσωθε οι διο Αίιδες αμπόδιζαν τους Τρώες, λες κάβος βραχοστήθωτος που σταματάει το κύμα 747 σαν αφροσπάει κι' ανόφελα λυσσάει ναν τον κλονίσει· 751 έτσι όλο πίσω οι Αίιδες βαρούσαν το γιουρούσι των Τρώων, π' όλοι τους μαζί με πείσμα ακολουθούσαν, μ' άρχους διο ομπρός ατρόμητους, τον Έχτορα κι' Αινεία. Σαν έτσι αφτοί χτυπιόντουσαν, που λες φωτιά 'χε ανάψει.

Και απ' τον θεόν κινούμενος άρχισε και τραγούδι έβγαλ', εκείθε πιάνοντας, 'που μέρος των Αργείων, 500 αφού ταις σκηναίς έκαψαν, με τα καράβια φύγαν, κ' οι άλλοι με τον ένδοξον εμέναν Οδυσσέα των Τρώων εις την αγορά, μες τ' άλογο κρυμμένοι• τι το 'χαντην ακρόπολι μόνοι τους σύρ' οι Τρώες. τ' άλογον έστεκεν αυτού, και ολόγυρά του εκείνοι 505 καθήμενοι πολλά 'λεγαν και τρεις η γνώμαις ήσαν• ή με το σκληρό σίδερο να σχίσουν τ' άδειο ξύλο, ή, αφού το σύρουν κάτακρα, 'ς ταις πέτραις να το ρίξουν, ή να τ' αφήσουν των θεών μέγα ιλαστήριο δώρο, όπως κατόπιν έμελλε το πράγμα να τελειώση. 510 ότ' ήταν μοίρα να χαθή η πόλι, αμ' αγκαλιάση το μέγα ξύλιν' άλογο, 'που των Αργείων τ' άνθος μέσα του εκλειούσε, κ' έφερναν φόνο, φθορά των Τρώων. κ' έψαλνε πώς οι Αχαιοί την πόλιν ερημώσαν από του αλόγου την βαθειά καθίστρα ορμώντας όλοι• 515 κ' έψαλνε πώς άλλοι αλλαχού την πόλι ξολοθρεύαν, αλλ' ο Οδυσσηάςτα δώματα του Δηιφόβου εχύθη μαζή με τον ισόθεον Μενέλαον, ως ο Άρης, και μάχην πώς εκεί φρικτήν ετόλμησεν εκείνος, και η μεγαλόψυχη Αθηνά του εχάρισε την νίκη. 520