United States or Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι τελευταίοι κατά την πρώτην σκηνήν λόγοι των Μαγισσών ήσαν: Είν' τα ωραία φρίκη, φρίκη τα καλά. Ο δε Μάκβεθ μετ' ολίγον, εισερχόμενος επί της σκηνής, λέγει προς τον Βάγκον: &Δεν είδα ημέραν 'σαν αυτήν, τόσον φρικτήν κι' ωραίαν.& Ομιλεί περί του καιρού ή περί της μάχης; Υπάρχει ως προς τούτο αμφιβολία τις, ως εκ του διφορουμένου των λέξεων, αλλ' αδιάφορον τούτο.

Οι φοίνικες ξηραίνονται Της Ειλειθυίας· βαρύνεται Επάνω εις την καρδιάν των Το σκότος της νυκτός Ως πλάκα τάφου. Όχι φως και χαράν, Αμμή φλογώδεις άκανθας Βρέχει δι' αυτούς ο ήλιος, Και η γη σχισμένη δίδει Αίματος βρύσεις. Πού μ' έφερεν ο πόνος μου; . . Τι λέγω;. . . τιμωρίαν Αληθινήν και μόνην, Φρικτήν, οι μιαροί Έχουσα άλλην.

Τι θέλεις, γέρε; Τι ζητείς; Θαρρείς ότι το χρέος θα φοβηθή να ομιλή, ενώ η κολακεία εξαπατά την δύναμιν; Να ομιλή με τόλμην είναι το χρέος της τιμής, εάν η εξουσία γυρνάτην τρέλλαν. — Πρόσμεινε· μη την καταδικάζης· σκέψου καλά· χαλίνωσε την βίαν την φρικτήν σου. Η κεφαλή να μου κοπή, αν η μικρή σου κόρη σε αγαπά 'λιγώτερον εκείνη απ' ταις άλλαις.

Ημέραις έξι ολόκληραις οι σύντροφοι μου ετρώγαν από τα βώδια, 'πώκλεψαν, τα εξαίρετα του Ηλίου, αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα, έπεσε τότ' ο άνεμος, και δεν φυσομανούσε• 400 κ' εμείς το πλοίο ρίξαμετα διάπλατα πελάγη, τεντόνοντας τα κάτασπρα πανιά 'ς τ' ορθό κατάρτι. αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την νήσο, και καμμία γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν, σύννεφο μαύρο έστησεν ο Δίαςτο καράβι 405 επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω• κ' έτρεχε το πλεούμενον, αλλ' όχι πολλήν ώρα, τι ογλήγορ' ήλθε ο Ζέφυρος σφικτά φυσομανώντας, κ' η ανεμοζάλη σύντριψε το 'να και τ' άλλο ξάρτι• και το κατάρτι εβρόντησεν οπίσω• τ' άρμενά του 410την γάστραν όλα εχυθήκαν, κ' εκείνο αυτούτην πρύμη τον κυβερνήτη κτύπησετην κεφαλή, και άμ' όλα τώσπασε ομού τα κόκκαλα της κεφαλής• κ' εκείνος έπεσ', ως πέφτει ο βουτηκτής, 'ς το κύμα κ' ενεκρώθη• σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο• 415 ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία, και θειάφη όλο το γέμισεν• οι σύντροφοι μου επέσαν, και εις το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις επλέαν• θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα. κ' εγώτο πλοίο γύριζα, ως ότου της καρίνας 420 τα πλευρά πήρε η τρικυμιά, κ' έπλεε γυμνήτο κύμα. και το κατάρτι επάνω της εσύντριψε, αλλ' ακόμη ήτο από βωδοτόμαρο λουρί προσκολλημένο• μ' εκείνο αφού σφικτόδεσα κατάρτι και καρίνα, εκάθισα και μ' έπαιρνεν η λύσσα των ανέμων. έπαυσε τότε ο Ζέφυρος και δεν φυσομανούσε, 425 αλλ' ήλθε ο Νότος πετακτά, 'ς οδύναις να με ρίξη, την πάγκακη την Χάρυβδι και πάλι να μετρήσω. ολονυκτής εδέρνομουν, και ο ήλιος άμ' εφάνητην φρικτήν ήλθα Χάρυβδι, και ς' την κορφή της Σκύλλας• 430 και ως κείνη εξαναρούφησε την άρμην, επετάχθηντην υψηλήν αγριοσυκιά, και αυτού 'σαν νυκτερίδα προσκόλλησ' όλο το κορμί• δεν είχα που να στήσω το πόδ' ή επάνω ν' αναιβώ• μακράν η ρίζαις ήσαν, και οι κλώνοι της εξέβγαιναν ανάεροι, μεγάλοι, 435 και κάτω εις την Χάρυβδι τον ίσκιο τους απλόναν. σφικτά κρατιόμουν, ως να ιδώ κατάρτι και καρίνα να μου ξεράση πάλι αυτή• κ' εστέναξα όσο να 'λθουν. και ότε ο κριτής την σύνοδο για να δειπνήση αφίνει, αφού πολλών ξεδιάλυσεν ανδρών φιλονεικίαις, 440 τα ξύλ' από την Χάρυβδι τότ' εφανερωθήκαν. τα χέρια τότε απόλυσα, τα πόδια, 'ς τον αέρα, 'ς το κύμα μέσα εβρόντησα παρέξω από τα ξύλα, κ' έλαμνα με τα χέρια μουεκείν' αποθωμένος. την Σκύλλα να ξαναϊδώ δεν άφησε ο πατέρας 445 θεών και ανθρώπων• άφευκτα θα μ'εύρισκεν ο χάρος.

Και το μεν κάτω μέρος αυτής ωμοίαζε με φίδι, εις δε το άνω ήμισυ ωμοίαζε με Γοργόνα, εννοώ κατά το βλέμμα και την φρικτήν μορφήν. Αντί δε μαλλιών από την κεφαλήν της εκρέμοντο δράκοντες, ως βόστρυχοι, και περιετυλίσσοντο εις τον λαιμόν της και συνεστρέφοντο επάνω εις τους ώμους της.

Φευ! ποίαν ποινήν φρικτήν επέβαλεν ο Θεός εις τον άνθρωπον. Έδωκεν ως μέτρον της ηδονής του την στιγμήν, και ως μέτρον της οδύνης του τον αιώνα. Απαίσιον μετρικόν σύστημα, καθ' ο το απείρως μέγα κέκτηται ως πολλοστόν το απείρως σμικρόν.

Έξω, βρωμονερούλιασμα!... Τι έγινε το φως σου; ΓΛΟΣΤ. Μαύρα τα πάντα... σκοτεινά! Εδμόνδε μου, πού είσαι; Έλα εδώ, πάρε φωτιάν, Εδμόνδε, κ' εκδικήσου αυτήν την πράξιν την φρικτήν. ΡΕΓ. Σώπα, αισχρέ προδότη! Αυτός, που κράζεις, σε μισεί αντί να σε λυπάται. Αυτός μας εφανέρωσε τα έργα σου, προδότη! ΓΛΟΣΤ. Ω της μωρίας μου! Κ' εγώ αδίκησα τον Έδγαρ! Θεοί μου, βοηθείτε τον, και συγχωρήσετέ με!

Σηκωθήτε, ωσάν να εσηκόνεσθε μέσ' απ' τα σάβανά σας, ωσάν νεκροφαντάσματα ελάτ', αυτήν την φρίκην να την ιδούν τα 'μάτια σας! — Τα σήμαντρα κτυπάτε! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι τρέχει, και το σήμαντρον με την φρικτήν κραυγήν του μας κράζει απ' τον ύπνον μας όλους εδώ; Ομίλει. ειπέ! ΜΑΚΔΩΦ Καλή Κυρία μου, δεν είναι να τ' ακούσης εκείνο πώχω να ειπώ· ο ήχος του σκοτόνει, αν έμβη εις γυναικός αυτί.

Εκ της λέμβου του Αμερικανικού πλοίου, εις την οποίαν οι ναύται διά της βίας μας έσπρωξαν την μητέρα μου κ' εμέ, τον είδα κατά την φρικτήν εκείνην νύκτα, τον είδα τον δυστυχή μου πατέρα καλυπτόμενον υπό των υδάτων. Οι Τούρκοι ελεηλάτουν και έσφαζον εντός της πόλεως, ενώ ημείς εφεύγομεν προς την παραλίαν. Η λέμβος επερίμενε πλήρης ήδη προσφύγων.

Αν ήρχοντοτην θύραν σου και λύκοι να ουρλιάζουν την νύκτα εκείνην την φρικτήν, όσον σκληρή κι' αν είσαι, θα έκραζεςτους δούλους σου: ανοίξατε την θύραν! Αλλ' όμως η Εκδίκησις θ' απλώση τα πτερά της! Θα την ιδώ τέτοια παιδιά να τα πλακώση... ΚΟΡΝ. Όχι! Ποτέ σου δεν θα το ιδής! — Κρατείτε το σκαμνί του. — Εγώ μέσατα 'μάτια σου την πτέρναν μου θα χώσω!