United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπ', εσηκώθη και εις αυτόν κατόπ' οι σκηπτροφόροι• να εύρη επήγε ο κήρυκας τον αοιδόν τον θείον• και αγόρια αφού διαλέχθηκαν πενηνταδυό, κινήσαν, ως πρόσταξε, της άπατης θαλάσσης προς την άκρα. και εις το καράβι ως έφθασαν, κάτωτο περιγιάλι, 50 έσυραν εις την θάλασσα τ' ολόμαυρο καράβι• κατόπι εφέραν κ' έστησαν κατάρτι και πανία, με τρυπωτήραις τα κουπιά δερμάτιναις εδέσαν, με τάξιν όλα, και άπλωσαν τα κάτασπρα πανία, και τ' άραξαν σιμάτην γη ψηλά• κατόπι εβγήκαν, 55 και εις το παλάτι επήγαιναν του φρόνιμου Αλκινόου. γέμισαν τότ' η αίθουσαις, η αυλαίς και οι δρόμοι απ' άνδραις, 'που ολούθ' ερχόνταν, γέροντες πολλοί μαζή και νέοι. δώδεκ' αρνιά τους έσφαξεν ο Αλκίνοος και οκτώ χοίρους λευκόδονταις, στριφόποδα δυο βώδια, και ως τα εγδάραν 60 τα εσυγυρίσαν κ' έφθειασαν το πρόσχαρο τραπέζι.

Όταν άφησα το κατάρτι, το μπάρκο ήταν πολύ μακριά. Τόρα δεν έμοιαζε παρά με νυχτερίδα, της ερημιάς και των τάφων βασίλισσα, που σιγοπετά θεότυφλη μέσα σε χρυσορρόδινη ατμόσφαιρα. Κάπου άρχιζαν να ξανοίγουν τα θεμέλια τ' ουρανού, αργά όμως σαν να επάλαιβαν μεταξύ τους οι καιροί κ' έμενεν η Φύσις αναποφάσιστη ακόμη.

Πρέπει μόνον να ξέρη κανείς, περνώντας από το άντρο των Σειρήνων, να κρατιέται στερεά δεμένος στο κατάρτι, χωρίς να παραιτήται από το άκουσμα της θείας μελωδίας που κάνει τους θνητούς να διαβλέπουν της υπεράνθρωπες ευδαιμονίες.

Γυρίζω· οι ναύτες όλοι είχαν κατεβή. Μόνος εγώ αγκαλιασμένος καλά στο κορζέτο εξεχάσθηκα κυτάζοντας το θαύμα. Γοργά εγλύστρησα δίπλα στον καπετάνιο. Τον βλέπω με αγριεμένο πρόσωπο, το μάτι βαθύ, γοργογύριστο ν' ατενίζη το απειλητικό στοιχειό, λέγεις κ' ήθελε να το αβασκάνη. Στο δεξί χέρι εκράτει ένα μαυρομάνικο λάζο κ' έστεκεν εμπρός στο πρυμιό κατάρτι σαν να το έβανε μετερίζι.

Τέτοια εκδίκησι έδωσε ο Θεός εναντίον των προδοτών που τόσο τους είχαν μισήσει: Σκοτωτοί πήγαν κ' οι τέσσεροι. Ο Γκενελόν, ο Γκοντοΐν, ο Ντενοαελέν, κι' ο Αντρέ. Μάζεψαν την άγκυρα, σήκωσαν το κατάρτι, τέντωσαν το πανί. Ο δροσερός πρωινός άνεμος εβούιζε στα σκοινιά, και φούσκωναν τα πανιά.

Την ίδια στιγμή έρχεται ένα φύλλο δυνατό και ρίχνει κάτω και το πλωριό κατάρτι με όλες του τις σταύρωσες. Αμέσως αλάφρωσε το ξύλο. Έβγαλεν ένα δυνατό στέναγμα, σαν άλογο γονατισμένο από βαρύ φορτίο, αντρειεύτηκε κ' ετινάχτη με την πλώρη ολόρθη. Στο ξαφνικό ορθοπλώρισμα εκυλίσαμε όλοι στην πρύμη σαν ασκιά.

Μα ο Γιώργης δεν θα τον ξυπνήση ποτέ. — Τι άνεμο! λέγει· δεν ημπορώ να ταξειδέψω ένα σκαφίδι κ' εγώ!... Έδεσε το τιμόνι και άρχισε με το ναυτόπουλο να μαζώνη πανιά! Μα ο καιρός τον εκεφάλωσε. Μια σπιλιάδα έρχεται και κόβει το πρυμιό κατάρτι στη μέση. Με τον βρόντο επετάχτηκεν έξω χαμένος ο καπετάν Βαλμάς. Κυτάζει καλά· τί να ιδή; Εμπρός εκάπνιζεν ο Καβομαλιάς.

Ψηλά-ψηλά στο κατάρτι ο Καερδέν σηκώνει το άσπρο πανί, για να το γνωρίση από μακρυά ο Τριστάνος από το χρώμα. Ο Καερδέν βλέπει κι' όλα στα βάθη, τη Βρεττάνη .... Αλλοίμονο! σχεδόν αμέσως η κάλμα ακολουθεί την καταιγίδα, η θάλασσα γίνεται γλυκειά και ήσυχη σαν λάδι. Ο άνεμος έπαψε να φουσκώνη τα πανιά, κι' οι ναύτες πηγαίνουν άδικα βόλτες το καράβι δεξιά κι' αριστερά, μπρος και πίσω.

Άλλοι αγκαλιασμένοι στο κατάρτι έσφιγγαν ζουλώντας άπονα το στήθος τους. Δύοτρεις σκυμμένοι κάτω έβλεπαν το στεκάμενο νερό κ' εβλαστημούσαν, έφτυναν απάνω του με τρομερή αγανάχτησι. Ένας ερέθιζε τον μαύρο καραβόσκυλο να ριχθή στη γάτα και να την ξετινάξη.

Είπε και από τα χέρι του το χάλκινο κοντάρι πήρε και δίπλα το 'θεσεν εις το κυρτό καράβι• εις το καράβι ανέβη αυτός κ' εκάθισετην πρύμνη, κ' έβαλε τον Θεοκλύμενο σιμά του να καθίση. 285 ωστόσο τα πρυμόσχοινα οι σύντροφοι του ελύσαν• τους πρόσταζε ο Τηλέμαχος να πιάσουν τ' άρμεν' όλα, χωρίς ν' αργήσουν, και άκουσαν την προσταγήν του εκείνοι. κ' εσήκωσαν κ' εστύλωσαντο κοίλο μεσοδόκι κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια, 290 κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα κάτασπρα πανία. πρύμον τότε τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη• και απ' τον αιθέρα ορμητικός ο άνεμος βροντούσε, γοργά την πικρή θάλασσα να σχίση το καράβι. τους Κρουνούς και την ένυδρη Χαλκίδα προσπεράσαν• 295 κ' έπεφτ' ο ήλιος κ' ίσκιοναν οι δρόμοι, ότε το πλοίο με του Διός τον άνεμο προς ταις Φεαίς ωρμούσε, και προς την θείαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν. εκείθε προς τα δοντερά νησιά το 'στρεψ' εκείνος, κ' ερώτα ο νους του αν την ζωή θα σώσ' ή θα τον πιάσουν. 300