United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάνε ώστε αυτός που προχωρεί κει κάτω να μη με αντιληφθή πριν από την στιγμή που θέλωΜε το ξίφος στο χέρι, τον περίμενε. Αλλά κατά σύμπτωσι ο Γκοντοΐν πήρε έναν άλλο δρόμο και απεμακρύνθη. Ο Τριστάνος βγήκε από τη λόχμη απογοητευμένος, τέντωσε το τόξο του, σημάδεψε. Αλλοίμονο! ο άθλιος ήτανε εκτός βολής φτασμένος.

Το μακρύ βέλος σφυρίζει στον αέρα, ταχύτερο από χελιδόνι και γεράκι, βγάζει το μάτι του προδότη, ξεσκίζει το μυαλό του, σαν τη σάρκα μήλου, και σταματάει παλλόμενο απάνω στο κρανίο. Δίχως κιχ, ο Γκοντοΐν σωριάζεται και πέφτει απάνω σ' ένα στύλο. «Και τώρα φίλε, φεύγε, λέει η Ιζόλδη στον Τριστάνο. Το βλέπεις οι προδότες ανακάλυψαν το καταφύγιό σου. Ο Αντρέ ζη, θα το προδώση στο Βασιληά.

Την άλλη μέρα, μέσα στη σκοτεινή ακόμη νύχτα, ο Τριστάνος, αφήνοντας την καλύβα του Όρρι του δασοκόμου, πήρε το δρόμο του παλατιού μέσα από πυκνές συστάδες βάτων και δέντρων. Καθώς έβγαινε από μια λόχμη, κύτταξε πέρα σ' ένα πλάτωμα κ' είδε τον Γκοντοΐν που έβγαινε από τον πύργο του. Ο Τριστάνος κρύφτηκε μέσα στα βάτα και σμούλωξε παραμονεύοντας: «Α! Θεέ!

Και της άλλες μέρες, καθώς συνέβη ν' αφήση ο Βασιληάς το Τινταγκέλ για να πάη στης δίκες του Σαιν-Λουβέν, ο Τριστάνος ξαναγύρισε στου Όρρι, και τόλμησε κάθε πρωίμε τον ήλιο! — να γλυστράη από τον κήπο ως της αίθουσες των γυναικών. Ένας σκλάβος τον έπιασε, κ' έτρεξε να βρη τον Αντρέ, τον Ντενοαλέν, και τον Γκοντοΐν. «Άρχοντες, το θερίο που το νομίζετε μακρυά ξαναγύρισε στη φωληά. — Ποιος;

Αν πίσω από το παραπέτασμα δεν ιδήτε τότε ό,τι σας είπα, το κορμί μου να κάψετε, Άρχοντες!» Ο Αντρέ, ο Γκοντοΐν, και ο Ντενοαλέν, πιάστηκαν ποιος πρώτος θάχε τη χαρά να ιδή αυτό το θέαμα. Στο τέλος συνεφώνησαν υπέρ του Γκοντοΐν. Χωρίστηκαν. Την άλλη μέρα, την αυγή, ήθελαν πάλι συναντηθή. Την άλλη μέρα την αυγή, ωραίοι Άρχοντες, φυλαχθήτε τον Τριστάνο!

Μολαταύτα, σαν έπεσε η νύχτα, — καθώς το είχε υποσχεθή στη Βασίλισσα, — ο Τριστάνος τρύπωσε στου δασοκόμου Όρρι, ο οποίος τον έκρυψε μυστικά στο ερειπωμένο κελλάρι. Ας τρέμουν οι προδότες! Γρήγορα ο Ντενοαλέν, ο Αντρέ, και ο Γκοντοΐν, επίστεψαν ότι σιγουρεύτηκαν. Δίχως άλλο ο Τριστάνος περνούσε τη ζωή του πέρα από τη θάλασσα, σε τόπο πολύ μακρυνό για να μπορή να τους φθάση.

Καθάρισε το σπαθί του, το ξανάβαλε στη θήκη, έσυρε απάνω από το πτώμα έναν κορμό δέντρου, κι' αφήνοντας το βουτηγμένο στο αίμα, έφυγε, με το σκουφάκι στο κεφάλι, για τη φίλη του. Στο παλάτι του Τινταγκέλ ο Γκοντοΐν τον είχε προλάβει.

Η Ιζόλδη πήρε ένα από τα δυο τόξα το εφάρμοσε, κύτταξε αν η χορδή ήτανε καλή, και με σιγανή και γρήγορη φωνή: « — Βλέπω κάτι που δε μ' αρέσει, είπε. Σημάδεψε καλά ΤριστάνεΠήρε την κατάλληλη στάσι, σήκωσε το κεφάλι και είδε ψηλά στην κουρτίνα τη σκιά του κεφαλιού του Γκοντοΐν. «Ο Θεός να οδήγηση καλά αυτό το τόξο». Είπε, γυρίζει κατά το τείχος, ρίχνει.

Έπειτα ο Τριστάνος. Κρατούσε σ' το ένα του χέρι το ξύλινο τόξο του και στο άλλο δυο μακρυές μπούκλες ανδρός. Έβγαλε την κάπα, και φάνηκε το ωραίο του σώμα. Υπεκλίθη η Ιζόλδη η Ξανθή για να τον χαιρετίση, και καθώς σηκωνότανε, με το κεφάλι στραμμένο απάνω του, βλέπει τη σκιά του κεφαλιού του Γκοντοΐν, ριγμένη στο παραπέτασμα.

Με θύμωσαν τρεις προδότες που πολύν καιρό τώρα μας μισούν. Τους γνωρίζεις: Αντρέ, Δενοαλέν, και Γκοντοΐν. Τους έδιωξα από τον τόπο μου. — Μεγαλειότατε, τι κακό ετόλμησαν να πουν εναντίον μου; — Τι σε νοιάζει; Τους έδιωξα. — Μεγαλειότατε, καθένας έχει το δικαίωμα να λέη τη σκέψι του. Αλλά έχω κ' εγώ το δικαίωμα να μάθω τι κατηγόρια είπαν εναντίον μου.