United States or Saudi Arabia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στερνά οχ τη θήκη του άδραξε το γονικό κοντάρι, βαρύ μεγάλο δυνατόάλλος αφτό να παίξει δε μπόραε, μόνος κάτεχε ναν τ' ανεμίζει εκείνος, ζαγόριο φράξο πούκοψε ψηλά απ' το κορφοβούνι 390 για τον Πηλέα ο Χείρονας αρματωλών ρημάχτρι.

Δεν μ' εβάσταζεν η καρδιά να χτυπήσω το άρρωστο εκείνο ανδράποδο. Άδικον όμως θα ήταν να μείνουν τα παιδιά μου χωρίς εκδίκησι καμμιά. Έβαλα στη θήκη το λάζο και έφτυσα στο πρόσωπο τον κύριον συνταγματάρχην, και αντί να θυμώση διά το φτύσιμον, μ' εκύτταξε, σαν να μου έλεγεν ευχαριστώ που του χάρισα τη ζωή. — Και πως ετελείωσεν αυτή η ιστορία; — Ο συνταγματάρχης εγλύτωσε και έφυγεν εις τα λουτρά.

Είνε γλώσσα μπαλσαμωμένη· γλώσσα που κάμποσοι έξυπνοι αντί να την αφήσουν μέσατη σεβαστή θήκη της, την εσήκωσαν, της έδωσαν ολίγη ζωή και με τα δεκανίκιατα χέρια, με της αράχνες και τη σκόνη των αιώνων, την έβαλαν μπροστά για να τους πάγη κούτσα-κούτσατην εποχή τον Λουκιανού και του Ξενοφώντα. Και δεν ηθέλησαν να πάγουν μόνον αυτοί, αλλά να σύρουν και ολόκληρο το Έθνος οπίσω τους.

Άρπαξε το μαργαριταρένιο θησαυρό απ' τη χρυσή τη θήκη κι' αστραπή χύθηκε και βγήκε απ' το παλάτι. Οι πιστοί τον ακολουθήσανε. Μέσα στο σκοτάδι της φυλακής, απάνω στο μουσκεμένο χώμα, ήτανε ξαπλωμένη, χλωμή σαν θειαφοκέρι, η βοσκοπούλα. Ο Χάρος, κλείνοντάς της τα μάτια, της είχε ξαναδώσει την ομορφιά της και το πρόσωπό της έλαμπε σαν ήλιος μέσα στα σκοτάδια της φυλακής.

Γέρο Διαμάντη, δε μιλείς, δε μας καλημερίζεις; Όλος ο κόσμος χαίρεται για την ανάστασή μας Και στολισμένος μας θωρεί. Σε λίγο το σπαθί σου, Που εσκούριασε ’ς τη θήκη του θα πιη να ξεδιψάση, Και συ το ξυπνητήρι μας, συ του βουνού τ' ορνίθι Εκλείδωσες τα χείλη σου;.. Τί σ' έπιασε, Διαμάντη; — Σαράντα χρόνια πολεμώ.

Σ' αυτά τα λόγια η Αμινά πήρε ένα φλάουτο από μια θήκη με κίτρινο σατέν και την έδωσε στην Σεραφεία, που τραγούδησε αρκετά τραγούδια με την συνοδεία του. Όταν κουράστηκε είπε στην Αμινά. «Αδελφή μου, δεν μπορώ πια· σε παρακαλώ έλα και πάρε την θέση μου

Δεν άφηκε η ψυχή του Άλλο σημάδι οπίσω της παράταχνό το στόμα, Σα μιαν αχτίδα φεγγαριούτο μάρμαρο του τάφου, Ένα χαμόγελο βουβό, νεκρό, σαβανωμένοτου γέροντα ταρματωλού τα κάτασπρα τα γένεια. Σπρώχνειτη θήκη κόκκινο το γιαταγάνι ο κλέφτης, Κι' αρπάζει το δισάκκι του! 'Σ τη μια μεριά φορτόνει Το κρίθινό του το ψωμί, 'ς την άλλη ματωμένο Το λείψανό του τακριβό.

Μα εκεί π' αφτά τ' ανάδεβε μες στης καρδιάς τα βάθια κι' όξω απ' τη θήκη γύμνωνε τη σπάθα, να τη! φτάνει η Αθηνά οχ τον ουρανό, τι στάλθηκε απ' την Ήρα, 195 που συλλογή ίση και των διο τους είχε κι' ίση αγάπη. Και στέκει πίσω του, του αρπάει τα καστανά μαλλιά του, σ' αφτόν μονάχα φανερή, ανέφαντη στους άλλους.

Απόθεσαν το βασιλικό λείψανο σε θήκη μαλαματένια στολισμένη με την πορφύρα και με την κορώνα, και το μεταφέρανε στην Πρωτεύουσα. Εκεί στο μεγαλόπρεπο μέσα Παλάτι, καταμεσή στο μεγάλο το Τρίκλινο, απάνω σ' αψηλό Επιτάφιο, τριγυρισμένο μ' αμέτρητους φανούς και λαμπάδες, κοίτουνταν το λείψανο του πρώτου Χριστιανού Βασιλέα.

ΠΡΙΓΚΗΨ Κυττάξετε να εύρετε πώς έγιναν οι φόνοι. Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ Ένας καλόγηρος ιδού, κι' ο δούλος του Ρωμαίου. Είχαν ‘ς τα χέρια σίδερα, κατάλληλα ν' ανοίξουν τους τάφους τούτους των νεκρών. ΚΑΠΟΥΛΕΤ0Σ Ω ουρανέ! — Γυναίκα, ιδέ την κόρην μας εδώ, το αίμα της πώς τρέχει! Ω! το μαχαίρι έσφαλε. Να η σωστή του θήκη. Αντί εδώ εις το πλευρόν να έμβη του Μοντέκη, στης θυγατρός μας άδικα εχώθηκε το στήθος!