United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Δημητράκης έμενε ακίνητος στη θέση του, χλωμός σα θειαφοκέρι και κύτταζε τον αδερφό του με θλίψη. Τον κύτταζαν κ' οι άλλοι κ' έσφιγγαν τα χείλη τους να μη σκάσουν τα γέλοια. Μα εκείνος σα να ήταν ολομόναχος εξακολουθούσε να γροθοκοπάη τον αέρα και να μπομπαρδίζη τον οχτρό του. — Μπαμ! μπουμ!.. φσ. ... φσ.... μπαμ! μπουμ! .. μπιμ! ... Άξαφνα όμως βρόντησαν τα γέλοια.

Θειαφοκέρι ο Δημήτρης σαν το πρωτάκουσε! Αμέσως, και δίχως μήτε στιγμή συλλογή, τα κόλλησε κι αυτουνού ο νους του στο χαλασμένον εκείνον τον αρρεβώνα. Δεν ξεστόμισε μήτε λέξη ώρα πολλή, παρά συγκρατούσε κλεισμένα τα τρεμάμενα χείλη του, σα να τούμπηγες σιγανή σουβλιά στα συκώτια του. — Πήγαινε στη δουλειά σου, γυρίζει τέλος και λέει του δούλου προσταχτικά. Ψέμματα είνε.

Σε δέκα μέρες μέσα κιτρίνισε και μαράθηκε κ' έγινε σαν το θειαφοκέρι «Βρε καλέ μου, βρε κακέ μου. Τι έπαθεςΤίποτα αυτός. Τσιμουδιά! Το χαβά του. Τον πόναγε η ψυχή μου. Κάναμε και κακό ταξίδι, Γεννάρης μήνας· ποδίσαμε και στη Σκύρο· μας κλείσανε οι καιροί, μην τα ρωτάς. Τέτοια γρουσουζιά δεν την ματάχα δει. Σα φτάσαμε με το καλό στο Βώλο, ένα πρωί τονέ χάνω. Αγγελής εδώ, Αγγελής εκεί. Τίποτα.

Μα είχανε κ' έναν προστάτη, θα πης. Σα δεν έχη έναν προστάτη στον κόσμο η γυναίκα, το αδύνατο το μέρος, βλέπεικαλή ώρα! — τα καλά που είδε κ' η Ταρσίτσα! Τα χείλια της στάζανε φαρμάκι Είχε γίνει χλωμή σα θειαφοκέρι απ' το κακό της. Ο παπάς άρχισε να τη βαρυέται και χασμουρήθηκε δυνατά, κάνοντας το σημείο του Σταυρού με το ένα δάχτυλο μπροστά στα δύο τρία δόντια που τούχανε απομείνει.

Τούτο όμως δεν την ετάρασσε, ούτε την ημπόδιζεν από το έργον της. Εγνώριζε καλώς ότι μόλις εξερχομένη εκείθεν εγίνετο πάλιν η ωραία και θελκτική μάγισσα, ως ο δράκοντας του μύθου, όστις πλησιάζων εις τον μαγευμένον καθρέπτην εκιτρίνιζεν ως το θειαφοκέρι, έτρεμεν, εκινδύνευε να χάση την ζωήν του, αλλά μόλις απεμακρύνετο εκείθεν, ανελάμβανε τας δυνάμεις του όλας.

Ύστερα, με τον καιρό, ανιστόρησε ο γέρος στον καινούργιο βασιλιά, το χάσιμο του θησαυρού του, τη λύπη της μητέρας του, τα βάσανά τους, τα καρδιοχτύπια τους, για το τάξιμο, που τούχε τάξει απ' την κούνια του, για να στολίση το λαιμό της νέας βασίλισσας. Ο νέος ο βασιλιάς σαν άκουσε τα λόγια αυτά έγινε χλωμός σα θειαφοκέρι. — Μη χολοσκάς, παιδί μου, είπε ο γέρος σύνωρα.

Οι σκαφτιάδες έγιναν για μιας κίτρινοι σαν το θειαφοκέρι. Τη φωνή της μάννας τους ν' άκουγαν από το μνήμα δε θα χλώμιεναν έτσι. Άφηκαν τη δουλειά τους και τριγύρισαν όλοι το λάκκο με την ψυχή στα μάτια. Ένα βαθύ και πολυάκρυβο μυστικό τους έδενε. Ο Κουτρουμπής πρώτος κ' έπειτα ο Μπαλαούρος κατέβηκαν φυλαχτά μέσα κι άρχισαν να πετούν με τις χούφτες τα χώματα.