Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025


Μα σα Γιάννης, δίχως γνώση, Τον επόνεσε η καρδιά Και του κόλλησε μεράκι Για την κόρη του παππά! Τάκουσαν μικροί, μεγάλοι Και γελούσαν Ωχ! Ωχ! Ω! Παλαμίδα σου μυρίζει Ν τ ε ϊ μ ε ν τ έ να φας κολοιό ΄ Στον παππά πηγαίνει ο Γιάννης Μια και δυο και του μιλεί. Και την Ελενιώ γυρεύει Και το χέρι του φιλεί.

Από παιδί μούτσος στα Σκοπελίτικα καράβια και πιο ύστερα ναύτης και λοστρόμος και καπετάνιος, και τώρ' ακόμα πούχε παρατήσει τις θάλασσες, γέρος ογδοντάρης, κ' έπιασε τους γιαλούς, με τη μικρή του ψαρόβαρκα, τη «Μαχώ» — της μοναχοκόρης του τόνομα — , δεν άλλαζε όλα τα καλά του κόσμου με τη μοναξιά του. Έτσι του κόλλησε και το παρανόμι. Ο Στρατής το Στοιχειό με τόνομα.

Με κατάθολα τα μάτια τόρα, έγυρε τα κουρασμένο το κεφάλι του· έσιαξε ξεροφριγμένα τα χείλη του, μες από το δίχτυ του φεγγίτη· τα κόλλησε πάνω στα φλογερά χειλαράκια της γυναίκας του. Έσμιξαν σε γλυκό, πεντάγλυκο, αχ! μα και πόσο στερεμένο φιλί! — Έχε γεια, Γιώργο μ'!... — Στο καλό, Λενιώ μου, στο καλό!..

Έβαλα τότε όλα μου τα δυνατά να φύγω από την αγκαλιά της, αλλ' η άρρωστη μέσφιξε δυνατώτερα, τόσον που λίγυσε το σώμα μου προς τα πίσω. Κενώ με κρατούσε έτσι, έσκυψε και μούπε με το φριχτό της χαμόγελο: — Σιχαίνεσαί με, αι; Σιχαίνεσαί με; Κόλλησε το ματωμένο της στόμα στο δικό μου. Αλλά τότε, αντί ν' αντισταθώ, αφέθηκα κοι βυθίσθηκα σε μια ηδονή, που όμοια δεν είχα αισθανθή έως τότε.

Το σήκωσε προσεχτικά με τρεμουλιαστά χέρια ο φτωχός πατέρας, και ψηλός και ζανανιωμένος, κι άλλος άνθρωπος τόρα, νιος, παλληκάρι μια στιγμή, ξαστοχώντας όλα τα βάσανα της ζωής του, όλες τις κακοτυχιές του και τις πίκρες του ανάμεσα στην πλημμύρα των δροσερών κεφαλιών ευτυχής, ροδοβαμμένος αυτός και το νιογέννητο από τις υστερνές πέρα αχτίδες του ήλιου που βασίλευε, κόλλησε τα χείλη του ζεστά και παράφορα στην τρυφερή, στην απαλή εκείνη σάρκα, και μουρμούρισε πνιγμένος σε χαράς δάκρια, αυτά τα λίγα λόγια: — Θεέ μου, να δώσης να ζήση και να γίνη καλός άνθρωπος.....

Πώς δε βαριέται; Αλήθεια όμως, κι αφτό μας το ξηγούνε οι γιατροί· θα κόλλησε από το Νίτσε, γιατί το ξέρουμε σήμερις πως κολλητική αρρώστια είναι κ' η τρέλλα· ο τρελλός πάλε πώς να βαρεθή; Διασκεδάζει με την τρέλλα του, μοναχός του, και μάλιστα καμαρώνει.

Παράλαβε όμως ο Διοκλητιανός από την Ασία κι άλλα κάμποσα βαρβαρικά συστήματα, αν κρίνουμε από τις ψεύτικες κατηγορίες που κόλλησε τω Συγκλητικών του για να τους θανατώση, από τις χρυσομέταξές του στολές, κι από το περίφημο πρόσταγμά του, όποιος του παρουσιάζεται να πέφτη χάμω και να τον προσκυνά. Δεν τονέ γλύτωσαν αυτά όλα ως τόσο από το βαρεμό που τον έπιασε στα γεράματά του.

Σα σκύλος π' άγριου γουρουνιού ή ζαρκαδιού δαγκάνει καπούλια πίσω και μεριά, με πείσμα κυνηγώντας, και το μπερδέβει ενώ ζητάει τριγύρω να ξεφύγει· 340 έτσι ο λεβέντης Έχτορας τους κόλλησε, και πίσω έσφαζε πάντα το στερνό· κι' εκείνοι δρόμο πάντα, όπως μια μέρα γράφτηκε να φύγουν τα παιδιά τους.

Αποκρίθηκε ο Εφημέριος πως είνε μια κόρη μαζώχτρα που τώρα και μερικές μέρες τόρριξ' εκεί απάνω εξ αιτίας λέει που ζητούσε το μακαρίτη τον κυρ Πανάγο να την πάρη, και την πειράζανε καθώς φαίνεται οι άλλες οι δουλεύτρες, και πήγε κι αυτή και μεροδούλευε στα τούρκικα τα δέντρα· και πως εξ αιτίας πάλε που την έβρισε κάποιος άλλος, κόλλησε στα τούρκικα μια και καλή, κ' έρχεται μονάχα, λέει, μια φορά το μερόνυχτο και φέρνει της θειας της ψωμί κ' ελιές.

Εσύ σαι που το λες!... Πέρασε κ' η μέρα, ήρθε κι η νύχτα, ξαναμαύρισε η αντάρα, ξανάρθε κι η άλλη αυγή, ματάσπρισες ματαμαύρισε και τ' όριο μας διαολοκούναγε. Τρέμαμε σα γύφτοι, τρόμος με πιάνει τόρα που τα μολογάω. Μας άρχισε και τους δυο η πείνα. Μαϊδέ τρεψόμυχα στο στόμα μας. Κόλλησε το λαρύγκι μας, σκύβαμε, πίναμε νερό, αλλά με νερό βαστιέται ο άνθρωπος; Κάμαμε πέντε μερούλες εκεί μέσα.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν