Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025


Τον Σοπεγχάουερ ζητώ και πάσαν ώραν μελετώ τα όσα ψάλλει γαυριών εις την φυλήν των κυριών. Δεν ήτον άνθρωπος σκαιός να στρίβουν τα μυαλά του... ας αναπαύση ο Θεός τα σάπια κόκκαλά του. Αλλ' αν πολλά ηλάλαζε κακόλογα ο σκύλος, τρις της ημέρας άλλαζε ασπρόρρουχα ο φίλος.

Έμεινα κάμποσο, την είδα, την αγάπησα πολύ. Όλα τάβλεπα μ' άλλα μάτια παρά στον καιρό του Ταξιδιού , μου φαίνουνταν πως άνοιγε ο νους μου, πως άλλαζε η ζωή μου, και νομίζω πως και στο ιντερβιού αφτό ακούει κανένας σαν αντιλαλιά κρυφή απ' όσα έννοιωθα κι άρχιζα να ονειρέβουμαι για την Ελλάδα σε κείνη την εποχή.

Στην Ανατολή όμως, που κι αν πλημμυρίζουνταν από βαρβάρους, κι αν παραλούσε κάποτες η διοίκηση, κι αν τηνέ βασάνιζαν οι ευνούχοι, κράταγε όμως πάντα μέσα της ζωντανάδα και δύναμη ξανακαινουριωμένης φυλής, εκεί άλλαζε το ζήτημα, κι ο Βασιλέας έπρεπε να βρεθή, και να βρεθή όχι κατά παράδοση ή κατά γενεαλογική σειρά, αφού αυτή έλειψε, παρά κατά τα περιστατικά που κυβερνούσαν το κράτος και τότες κι αργότερα, όταν ένας απάνω στον άλλον ανεβαίνανε στα θρόνο άνθρωποι από κάθε σειρά κοινωνική κι από κάθε γένος, Αρμένηδες, Ισαύροι, Μακεδόνες, Σλάβοι, όλοι όμως απορρουφημένοι από την ξενοφάγα τη Ρωμιοσύνη.

Καλά! είπ' εκείνος και γύρισε το κεφάλι του απ' την άλλη μεριά. Ο Βαγγέλης έσκυψε και του άλλαζε τα βρεμμένα πανιά. Η Ασημίνα έγυρε πάλι το πρόσωπό της απάνω στα γόνατά του και το σώμα της ανεβοκατέβαινε από κάποια βουβά αναφυλλητά.

Πρόσταξε τότε να δέσουν τον ξένο, που αποκότησε να πατήση το περιβόλι του βασιλιά, και να τον πάρουνε μακρυά από τη χώρα του να τον ρίξουν στάγρια θηοία. Κι' από το κακό του πρόσταξε να κτίσουν ένα σιδερένιο πύργο και να κλείσουν μέσα τη βασιλοπούλα. Η βασιλοπούλα άρχισε τα κλάματα και τα παρακάλια, μα ο βασιλιάς δεν άλλαζε γνώμη.

Και τότε απ' την πολύδακρη ο Έχτορας τη μάχη 192 στάθηκε πέρα, κι' άλλαζε τα πλουμιστά άρματά του. Και τη δική του αρματωσά στους ασπιστάδες Τρώες τη δίνει μέσα ναν του παν στο στεριωμένο κάστρο, κι' έβαζε αφτός τ' αθάνατα τα όπλα τ' Αχιλέα 195 που ουράνιοι στον Πηλιά θεοί τα χάρισαν, κι' εκείνος τάδωκε πάλι γέρος πια του λατρεμένου γιου του. 196

Η μουσική, χαρούμενη και αισθησιακή, καλούσε στο χορό, μερικές φορές όμως άλλαζε στο παράπονο, σαν να την κούραζε η χαρά, σαν να ανακαλούσε με νοσταλγία την απόλαυση που περνά και να θρηνούσε για τη ματαιότητα όλων των πραγμάτων. Τότε και τα μελαγχολικά μάτια των φοράδων ακόμη έμοιαζε να τα πλημμυρίζει μια νοσταλγική γλυκύτητα.

Και πόσες φορές, όταν ο άνεμος αργοκινώντας τα σύγνεφα ανεκάτωνε τα υφάσματα και άλλαζε τη ζωγραφιά, έτρεμα μήπως χάσω τη μόνη μου παρηγοριά!

Καμμιά μέρα μπορούσε να κλείση τα μάτια και τα λεφτά να πέσουνε στα ξένα χέρια. Σαν ερχότανε κοντά, το πράμμα άλλαζε. Θ' αγάπιζε τα παιδιά, θα τα πονούσε και κάτι μπορούσε να τους αφήση. Ο παπάς ήτανε φρόνιμος άνθρωπος.

Φυσώντας τα κοντά, σκιστά ρουθούνια του έστεκε κει και κοίταζε πώς ο Σβεν γέμιζε με άμμο ένα τενεκεδένιο κουβαδάκι αργά και προφυλαχτικά, ή πως κάποτε άλλαζε το παιγνίδι αυτό με τη λιγότερο ταιριαστή διασκέδαση να τσαλαβουτά μέσα στο βαρέλι με το νερό.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν