United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Το βάρος της καρδιάς σου, ΡΩΜΑΙΟΣ Και όμως η αγάπη σουαυτό παραστρατίζει. Η λύπη πώχω, αρκετά το στήθος μου βαραίνει, και τώρα με την λύπην σου το βάρος του πληθαίνει. Το αίσθημα που μ' έδειξες, την πίκραν πλημμυρίζει που μου γεμίζει την καρδιάν την πολυπικραμένην.

Γύρω του η ζωή έπαιρνε μια νέα όψη: ένα κύμα χαράς έμοιαζε να πλημμυρίζει το σπίτι όταν ερχόταν ο ντον Πρέντου: ήταν τα δειλά γέλια της ντόνα Έστερ, οι κουβέντες των αρραβωνιασμένων, τα σχέδια, οι φλυαρίες, οι ξαφνικές σιωπές από σεβασμό προς τον άρρωστο. Τότε εκείνος ένιωθε πως τους ήταν εμπόδιο και επιθυμούσε να φύγει.

Και τι άλλο μπορεί να σου πη παρά πως είναι φτάψυχο το ρωμαίικο, και σταλαματιά μοναχή να του μείνη, πάλι μεγαλώνει, και γίνεται απέραντη λίμνη, και πλημμυρίζει τον τόπο του.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Το αίσθημα που της καρδίας τα βάθη πλημμυρίζει, ούτε με λόγια λέγεται, ούτε στολίδια θέλει· πτωχός εκείνος που μετρά τον θησαυρόν που έχει· εμένα η αγάπη μου είναι πλουσία τόσον, ώστε δεν έχει μετρημόν ούτ' ο μισός της πλούτος. ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Εμπρός, να τελειόνωμεν. Ελάτε. Δεν σκοπεύω να σας αφήσω μοναχούς, αν ήναι μ' άδειάν σας, πριν ευλογία ιερά κάμη τους δύο ένα. Πλατεία.

Κι' ο κόσμος που πλημμυρίζει το μοναστήρι, κάθε γιορτή και κυριακή, μακαρίζει τα δυο ταγαπημένα, που κοιμούνται αχώριστα πλάιπλάι. Κ' οι αρραβωνιασμένοι με τα ταίρια τους, σα θέλουν να πιάση ο όρκος τους και να ριζώση ο έρωτάς τους, έρχονται κι' αμόνουν απάνω στις δυο ταφόπετρες. Μόνο ταηδόνι στο ψηλό κλαρί μυρολογάει και λέει. Μυρολογάει και λέει το μυρολόι της ψεύτρας της αγάπης.

Η μουσική, χαρούμενη και αισθησιακή, καλούσε στο χορό, μερικές φορές όμως άλλαζε στο παράπονο, σαν να την κούραζε η χαρά, σαν να ανακαλούσε με νοσταλγία την απόλαυση που περνά και να θρηνούσε για τη ματαιότητα όλων των πραγμάτων. Τότε και τα μελαγχολικά μάτια των φοράδων ακόμη έμοιαζε να τα πλημμυρίζει μια νοσταλγική γλυκύτητα.

Ύστερα ο κλονισμός που είχε νοιώσει στη θέα της λουρίδας της γυναικείας κνήμης άρχισε να πλημμυρίζει την ύπαρξή του, και να τον σέρνει σε μια ακατανίκητη ανάγκη να μιλήσει και να νοιώσει κοντά του, δική του τη γυναίκα. Έτρεξε στο ντουλαπάκι του, πήρε τ' απαιτούμενα και κάθισε σ' ένα πάγκο μπροστά στο τραπέζι του συσσιτίου, για να γράψει.