United States or Canada ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δία πατέρα, τάχατες θα μου θυμώσεις, πες μου, τον Άρη αν διώξω μ' άσκημο στυλιάρι όξω απ' τη μάχηΤότες ο μαβροσύγνεφος του Κρόνου γιος της είπε «Ομπρός λοιπόν! Αμόλα του τη νικοδότρα κόρη, 765 π' απ' όλους πιο πολύ αγαπάει να τον βαριοπαιδέβειΕίπε κι' αγρίκησε η θεά, η μαρμαρόκορφη Ήρα, και τ' άλογα της βάρεσε. Και πρόθυμα πετούσαν τα ζώα ανάμεσα της Γης και τ' Ουρανού με τ' άστρα.

Άξαφνα ο Δίας βάλθηκε την Ήρα να κεντήσει 5 μ' ένα διο λόγια αγγιχτικά, κι' ορθά κοφτά μιλούσε «Έχει προστάτρες διο θεές ο βασιλιάς Μενέλας, την Ήρα την Αργίτισσα, την Αθηνά τη Σώστρα. Μα αφτές μακριά του κάθουνται και μόνο κάνουν χάζι τον κάμπο, μα η ροδόγελη όμως θεά Αφροδίτη 10 στον Πάρη πάντα 'ναι κοντά, τον βγάζει οχ τους κιντύνους, και τώρα μέσα απ' του φιδιού τον γλύτωσε το στόμα.

Είναι η θεά η μόνη που ούτε ακούει στους βωμούς ούτε αγάλματα έχει ούτε και θέλει τάμματα. Είθε, ω θεά μεγάλη, να μη μας έλθης στη ζωή χειρότερη από τώρα. Γιατί ο Ζευς εκτελεστή στας αποφάσεις σ' έχει. Εσύ έχεις την δύναμι σίδερα να δαμάζης και τίποτα δεν σέβεται η άγρια θέλησίς σου Και σένα τώρα, Άδμητε, μέσ' στους γερούς δεσμούς της σ' ετύλιξε. Υπόμεινε.

Τίμα και την γλυκύτερη θεά για τους ανθρώπους, την Κύπριδα, γιατ' η θεά είναι καλή και ακούει. Όλα τα άλλα άφησ' τα, και άκουσε μ' εμένα γιατί μου φαίνεται σωστά πως λέω, αλήθεια, λόγια. Ξέχνα λοιπόν την λύπη σου κ' έλα να πιής μαζί μου. Γίνου ανώτερος εσύ, απ' όλα αυτά και βάλε στεφάνι στο κεφάλι σου. Δεν έχω αμφιβολία πως με ποτήρια άφθονα την λύπη σου θα διώξης και την φροντίδα σου.

Κι' έλεγε αφτός, κι' όλοι οι θεοί προσεχτικά αγρικούσαν «Ακούστε με όλες οι θεές, κι' όλοι οι θεοί αγρικάτε,, 5 για να σας πω όσα μου ζητάει μέσα η καρδιά στα στήθια· αφτόν κανείς το λόγο μου ας μη ζητάει ν' αλλάξει, μήτε θεός μήτε θεά, μόνε όλοι ναι να πείτε, για να τελειώνει αφτή η δουλιά που θέλω χέρι χέρι.

Τότες της λέει του Κρόνου ο γιος, ο βροντορήχτης Δίας «Έννια σου, τριτογέννητη παιδί μου, δε μιλούσα με την καρδιά μου. Όχι, εγώ να πικραθείς δε θέλω. Σύρε — σ' αφίνωόπου ποθείς, κι όπως ορίζεις κάνε185 Είπε, και στέλνει τη θεά στον κάμπο χέρι χέρι, όπως κι' εκείνη ώρα πολλή να τρέξει λαχταρούσε· κι' απ' του Ελύμπου χύθηκε τα κορφοβούνια κάτου.

Τότες στον Αχιλέα 214 τρέχει η αμάλαγη θεά, του Δία η θυγατέρα, και πάει κοντά του στέκεται και του μιλάει διο λόγια 215 «Τώρα πια ολπίζω, ξακουστέ λεβέντη μου Αχιλέα, με δόξα πίσω ολόλαμπρη θα πάμε στα καράβια σφάζοντας πριν τον Έχτορα, τ' αμπούχτιστο κοντάρι. Τι τώρα δε γλυτώνει πια, και κόσμο α θε χαλάσει 220 ο Φοίβος, και στου Δία ομπρός αν κυλιστεί τα πόδια.

Αυτά 'πε, κ' εγώ προς αυτήν «θεά, συ δίδαξέ με, αν κάποιος τρόπος γίνεται κ' εκείνην να ξεφύγω την πάγκακη την Χάρυβδι, και πάλι ν' αντικρούσω την άλλην, όταν θα χυθή τους φίλους να μου αρπάξη».

Τι ήρθες, κόρη του Διός, οπ' όχεις την Αιγίδα; Ή τ' Αγαμέμνονος να 'δής την ύβριν του Ατρείδη ; Αλλά σε λέγω και αυτό, νομίζ', ότι θα γένη· Με ταις υπερηφανειαίς του θα χάσει την ζωήν του. Τον είπε πάλε η θεά γαλανομμάτ' Αθήνα· Ήρθα εγώ, αν πείθεσαι, να παύσω τον θυμόν σου. Με έστειλε δε η θεά ασπραγκαλιάρα Ήρα, Ίσια 'γαπώντας και τους δυω, και προστατεύοντάς σας.

Κι' έβαλε η σεβαστή θεά στην κεφαλή της γύρω δεσιά καινούργιακαι λεφκή έτσι είταν λες σαν ήλιος185 κι' ώρια σαντάλια απέ έδεσε στα λιμπιστά της πόδια.