United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε• τότε η θαυμαστή θεά γλυκογελώντας 180 τον χάιδεψε, τον έκραξε κατ' όνομα, και του 'πε•

Εκραύγασε το Χρυσώ ως να προσέβαλε τας αισθήσεις της όλας ερπετού θέα, και απέμεινε βωβή και ακίνητος η καταπλαγείσα κόρη ως απολιθωθείσα. Προς την φωνήν πρώτος έσπευσεν ο Μπάρμα-δήμαρχος, όστις εξηκολούθει επάνω ανήσυχος να βηματίζη.

Κι' η Αθηνά του βάζει γύρω στους ώμους τους γερούς την κροσσωμένη αιγίδα. και του στεφάνωσε η θεά με σύγνεφο την κόμη 205 χρυσό· όθες λαμπαδόφτερες κυκλοπηδούσαν φλόγες.

Τον άκουσε και πρόθυμα ποδέθη ο χοιροτρόφος, και προς την πόλιν κίνησε• και τότε της Αθήνης 155 δεν ξέφυγεν όπ' άφησεν ο Εύμαιος την καλύβα• κ' ήλθε πλησίον η θεά, καιτην μορφήν εφάνη γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα• εστάθηκετο αντίθυρο κ' εφάνη του Οδυσσέα, κ' εκείνην ο Τηλέμαχος ούτ’ είδεν ούτε αισθάνθη• 160 ότι ολοφάνερα οι θεοί δεν φαίνονται εις καθέναν. αλλ' ο Οδυσσέας είδε την και οι σκύλοι, ουδ' εγαυγίζαν, αλλ' έγρουζαν κ' εσκόρπισαντην στάνη τρομασμένοι. ένευσε αυτή και νόησεν ο θείος Οδυσσέας. και απ' την καλύβατην αυλή σιμάτο μέγα τείχος 165 ήλθε και εμπρός της έμεινε• και του 'πε τότ' η Αθήνη• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, όλα του υιού σου τώρα ειπέ και απόκρυφα μην έχης, όπως, άμ' οργανίσετε τον φόνον των μνηστήρων, κινήσετε προς την λαμπρήν πόλιν, και δεν θ' αργήσω 170 να 'λθω σιμά σας πρόθυμη κ' εγώ μες τον αγώνα».

Ότι την έστειλ' η θεά ασπραγκαλιάρα Ήρα, Ίσια 'γαπώντας και τους δυω, και προστατεύοντάς τους. Εστάθ' οπίσω· κ' έπιασεν απ' τα ξανθά μαλλιά του Τον Αχιλλέα, προς αυτόν φαινόμενη μονάχα· Αλλ' όμως από τους λοιπούς δεν έβλεπε κανένας· Ξιππάσθηκεν ο Αχιλεύς· γύρισ', κ' ευθύς εγνώρισ' Την Αθηνά, και τρομερά τα μάτια της τον φάνκαν. Και δα φωνάζοντας αυτήν, λόγους είχε φτερώτους·

Θ' ΓΥΝΗ Γιατί, παρακαλώ; γιατί; δεν πίνουν στη Βουλή κι' αυτοί; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Είσαι βεβαία; πίνουνε μέσ' στη Βουλή που πάνε; Θ' ΓΥΝΗ Κι' απ' το καλήτερο κρασί, μα τη θεά, ρουφάνε• γι' αυτό κ' η κάθ' απόφασι, που απ' τη Βουλή μας βγαίνει όταν μεθούν, είνε κι' αυτή σαν τούτους μεθυσμένη. Ώ, μα τον Δία το θεό, ρουφάνε, σου το βεβαιώ. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Τράβα και κάτσε κάτω συ! Είσαι κολοκυθένια!

Αφτοί σαν είδαν τη Λενιό π' ανέβαινε τον πύργο, μίλησε ο ένας τ' αλλουνού αγάλια αγάλια κι' είπε 155 «Όχι! για πλάσμα σαν κι' αφτή δεν είναι κατηγόρια τόσον καιρό που σφάζονται οι Δαναοί κι' οι Τρώες! Αλήθια αθάνατη θεά λες είναι σαν τη βλέπεις.

Στάθηκε σε μιαν άκρη εκεί απάνω στο Νάρθηκα του Ναού, και τηρώντας γύρο την πεντάμορφη θέα, σαν όνειρο ακόμα το θάρρευε. Όνειρο, γιατί πονούσε η καρδιά του, αντίς να χαίρεται. Πονούσε για τόσα και τόσα, και το χερότερο, που α δεν ερχότανε στο χωριό, δε θάσκαγε η χολή της αρχόντισσας. Συλλογίστηκε ύστερα ταρφανό το κορίτσι και τον έπιασε θλίψη βαρειά και μεγάλη.

Και τι μας γνοιάζει με ποιαν ηδονή πολεμά η ζωή να φέρη κανένα σε πειρασμό ή με τι πόνο γυρεύει να κολοβώση και ν' αφανίση την ψυχή κανενός, αν στη θέα της ζωής εκείνων που ποτέ δεν υπήρξαν βρήκε κανείς ταληθινό μυστικό της χαράς κ' έχυσε δάκρυα στο θάνατο εκείνων που, όπως η Cordelia κ' η κόρη του Brabantio, δεν μπορεί ποτέ να πεθάνουν; ΕΡΝΕΣΤΟΣ. — Στάσου μια στιγμή.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ Έρχομαι, αφού ανεκάλυψα το παιδί σου, το οποίον κρυφά από την θυγατέρα μου έστειλες εις άλλο σπίτι. Επίστευες ότι εσέ μεν θα σώση αυτή η θεά, το παιδί σου δε εκείνοι που το έκρυψαν. Αλλ' απεδείχθης ολιγώτερον έξυπνη από τον Μενέλαον. Αν δεν φύγης από αυτόν τον τόπον, θα φονεύσωμεν αυτό αντί σου.